Ancient Greek-English Dictionary Language

ἄελπτος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἄελπτος ἄελπτη ἄελπτον

Structure: ἀ (Prefix) + ελπτ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. unexpectedly
  2. beyond hope, despaired of, Solon.
  3. hopeless, desperate
  4. beyond all hope

Examples

  • φράζεο δή, Σπάρτη, καίπερ μεγάλαυχοσ ἐοῦσα, μὴ σέθεν ἀρτίποδοσ βλάστῃ χωλὴ βασιλεία δηρὸν γὰρ νοῦσοί σε κατασχήσουσιν ἀέλπτοι φθισιβρότου τ’ ἐπὶ κῦμα κυλινδόμενον πολέμοιο. (Plutarch, Agesilaus, chapter 3 4:3)
  • δηρὸν γὰρ μόχθοι σε κατασχήσουσιν ἀέλπτοι, φθισίβροτὸν τ’ ἐπὶ κῦμα κυλινδομένου πολέμοιο καὶ τὰ περὶ τῆσ νήσου πάλιν, ἣν ἀνῆκεν ἡ πρὸ Θήρασ καὶ Θηρασίασ; (Plutarch, De Pythiae oraculis, section 116)
  • δηρὸν γὰρ μόχθοι σε κατασχήσουσιν ἀέλπτοι φθισιβρότου τ’ ἐπὶ κῦμα κυλινδόμενον πολέμοιο. (Plutarch, , chapter 22 5:4)

Synonyms

  1. unexpectedly

  2. hopeless

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION