- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἄφωνος?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: aphōnos 고전 발음: [아포:노] 신약 발음: [아포노]

기본형: ἄφωνος ἄφωνος ἄφωνον

형태분석: (접두사) + φων (어간) + ος (어미)

어원: φωνή

  1. 무언의, 조용한, 침묵하는
  2. 유언을 남기지 않은
  1. voiceless, dumb
  2. (of children) unable to speak
  3. intestate
  4. (ἄφωνα (γράμματα, στοιχεῖα)) the consonants, particularly the mutes

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 ἄφωνος

무언의 (이)가

ἄφωνον

무언의 (것)가

속격 ἀφώνου

무언의 (이)의

ἀφώνου

무언의 (것)의

여격 ἀφώνῳ

무언의 (이)에게

ἀφώνῳ

무언의 (것)에게

대격 ἄφωνον

무언의 (이)를

ἄφωνον

무언의 (것)를

호격 ἄφωνε

무언의 (이)야

ἄφωνον

무언의 (것)야

쌍수주/대/호 ἀφώνω

무언의 (이)들이

ἀφώνω

무언의 (것)들이

속/여 ἀφώνοιν

무언의 (이)들의

ἀφώνοιν

무언의 (것)들의

복수주격 ἄφωνοι

무언의 (이)들이

ἄφωνα

무언의 (것)들이

속격 ἀφώνων

무언의 (이)들의

ἀφώνων

무언의 (것)들의

여격 ἀφώνοις

무언의 (이)들에게

ἀφώνοις

무언의 (것)들에게

대격 ἀφώνους

무언의 (이)들을

ἄφωνα

무언의 (것)들을

호격 ἄφωνοι

무언의 (이)들아

ἄφωνα

무언의 (것)들아

원급 비교급 최상급
형용사 ἄφωνος

ἀφώνου

무언의 (이)의

ἀφωνότερος

ἀφωνοτέρου

더 무언의 (이)의

ἀφωνότατος

ἀφωνοτάτου

가장 무언의 (이)의

부사 ἀφώνως

ἀφωνότερον

ἀφωνότατα

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ὁ μὲν διὰ τὴν θείαν ἐνέργειαν ἄφωνος καὶ πάσης ἐστερημένος ἐλπίδος καὶ σωτηρίας ἔρριπτο, (Septuagint, Liber Maccabees II 3:29)

    (70인역 성경, Liber Maccabees II 3:29)

  • καὶ αὐτὸς διὰ τὸ κεκακῶσθαι οὐκ ἀνοίγει τὸ στόμα αὐτοῦ. ὡς πρόβατον ἐπὶ σφαγὴν ἤχθη καὶ ὡς ἀμνὸς ἐναντίον τοῦ κείροντος αὐτὸν ἄφωνος, οὕτως οὐκ ἀνοίγει τὸ στόμα. (Septuagint, Liber Isaiae 53:7)

    (70인역 성경, 이사야서 53:7)

  • ἃ δ οἱ γέροντες ποιοῦσιν , ὅταν μεθυσθῶσιν τοῦ ὕδατος, οὐκ ἀλλότριον εἰπεῖν ἐπειδὰν πίῃ ὁ γέρων καὶ κατάσχῃ αὐτὸν ὁ Σιληνός, αὐτίκα ἐπὶ πολὺ ἄφωνός ἐστι καὶ καρηβαροῦντι καὶ βεβαπτισμένῳ ἐοίκεν, εἶτα ἄφνω φωνή τε λαμπρὰ καὶ φθέγμα τορὸν καὶ πνεῦμα λιγυρὸν ἐγγίγνεται αὐτῷ καὶ λαλίστατος ἐξ ἀφωνοτάτου ἐστίν, οὐδ ἂν ἐπιστομίσας παύσειας αὐτὸν μὴ οὐχὶ συνεχῆ λαλεῖν καὶ ῥήσεις μακρὰς συνείρειν. (Lucian, (no name) 7:2)

    (루키아노스, (no name) 7:2)

  • Ἡράκλεις, οὐ φιλοκάλου τινὸς οὐδὲ περὶ τὰ εὐμορφότατα ἐρωτικοῦ τὸ ἔργον, ἀγροικία δὲ πολλὴ καὶ ἀπειροκαλία καὶ προσέτι γε ἀμουσία, τῶν ἡδίστων αὑτὸν ἀπαξιοῦν καὶ τῶν καλλίστων ἀποξενοῦν καὶ μὴ συνιέναι ὡς οὐχ ὁ αὐτὸς περὶ τὰ θεάματα νόμος ἰδιώταις τε καὶ πεπαιδευμένοις ἀνδράσιν, ἀλλὰ τοῖς μὲν ἀπόχρη τὸ κοινὸν τοῦτο, ἰδεῖν μόνον καὶ περιβλέψαι καὶ τὼ ὀφθαλμὼ περιενεγκεῖν καὶ πρὸς τὴν ὀροφὴν ἀνακῦψαι καὶ τὴν χεῖρα ἐπισεῖσαι καὶ καθ ἡσυχίαν ἡσθῆναι δέει τοῦ μὴ ἂν δυνηθῆναι ἄξιόν τι τῶν βλεπομένων εἰπεῖν, ὅστις δὲ μετὰ παιδείας ὁρᾷ τὰ καλά, οὐκ ἄν, οἶμαι, ἀγαπήσειεν ὄψει μόνῃ καρπωσάμενος τὸ τερπνὸν οὐδ ἂν ὑπομείναι ἄφωνος θεατὴς τοῦ κάλλους γενέσθαι, πειράσεται δὲ ὡς οἱό῀ν τε καὶ ἐνδιατρῖψαι· (Lucian, De Domo, (no name) 2:1)

    (루키아노스, De Domo, (no name) 2:1)

  • καὐτὸς οὖν, ὦ Φίλων, ὡς μὴ μόνος ἄφωνος εἰήν ἐν οὕτω πολυφώνῳ τῷ καιρῷ μηδ᾿ ὥσπερ κωμικὸν δορυφόρημα κεχηνὼς σιωπῇ παραφεροίμην, καλῶς ἔχειν ὑπέλαβον ὡς δυνατόν μοι κυλῖσαι τὸν πίθον, οὐχ ὡς ἱστορίαν συγγράφειν οὐδὲ πράξεις αὐτὰς διεξιέναι: (Lucian, Quomodo historia conscribenda sit, chapter 41)

    (루키아노스, Quomodo historia conscribenda sit, chapter 41)

유의어

  1. 무언의

  2. unable to speak

  3. 유언을 남기지 않은

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION