헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ζηλωτός

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ζηλωτός ζηλωτή ζηλωτόν

형태분석: ζηλωτ (어간) + ος (어미)

어원: zhlo/w

  1. 신성한, 정결한, 축복 받은
  1. to be emulated, worthy of imitation
  2. to be deemed happy, to be envied
  3. enviable, blessed

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 ζηλωτός

(이)가

ζηλωτή

(이)가

ζηλωτόν

(것)가

속격 ζηλωτοῦ

(이)의

ζηλωτῆς

(이)의

ζηλωτοῦ

(것)의

여격 ζηλωτῷ

(이)에게

ζηλωτῇ

(이)에게

ζηλωτῷ

(것)에게

대격 ζηλωτόν

(이)를

ζηλωτήν

(이)를

ζηλωτόν

(것)를

호격 ζηλωτέ

(이)야

ζηλωτή

(이)야

ζηλωτόν

(것)야

쌍수주/대/호 ζηλωτώ

(이)들이

ζηλωτᾱ́

(이)들이

ζηλωτώ

(것)들이

속/여 ζηλωτοῖν

(이)들의

ζηλωταῖν

(이)들의

ζηλωτοῖν

(것)들의

복수주격 ζηλωτοί

(이)들이

ζηλωταί

(이)들이

ζηλωτά

(것)들이

속격 ζηλωτῶν

(이)들의

ζηλωτῶν

(이)들의

ζηλωτῶν

(것)들의

여격 ζηλωτοῖς

(이)들에게

ζηλωταῖς

(이)들에게

ζηλωτοῖς

(것)들에게

대격 ζηλωτούς

(이)들을

ζηλωτᾱ́ς

(이)들을

ζηλωτά

(것)들을

호격 ζηλωτοί

(이)들아

ζηλωταί

(이)들아

ζηλωτά

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οὐ προσκυνήσεισ αὐτοῖσ, οὐδὲ μὴ λατρεύσεισ αὐτοῖσ. ἐγὼ γάρ εἰμι Κύριοσ ὁ Θεόσ σου, Θεὸσ ζηλωτήσ, ἀποδιδοὺσ ἁμαρτίασ πατέρων ἐπὶ τέκνα, ἕωσ τρίτησ καὶ τετάρτησ γενεᾶσ τοῖσ μισοῦσί με (Septuagint, Liber Exodus 20:5)

    (70인역 성경, 탈출기 20:5)

  • οὐ γὰρ μὴ προσκυνήσητε θεοῖσ ἑτέροισ. ὁ γὰρ Κύριοσ ὁ Θεὸσ ζηλωτὸν ὄνομα, Θεὸσ ζηλωτήσ ἐστι. (Septuagint, Liber Exodus 34:14)

    (70인역 성경, 탈출기 34:14)

  • ὅτι Κύριοσ ὁ Θεόσ σου πῦρ καταναλίσκον ἐστί, Θεὸσ ζηλωτήσ. (Septuagint, Liber Deuteronomii 4:24)

    (70인역 성경, 신명기 4:24)

  • οὐ προσκυνήσεισ αὐτοῖσ οὐδὲ μὴ λατρεύσῃσ αὐτοῖσ, ὅτι ἐγώ εἰμι Κύριοσ ὁ Θεόσ σου, Θεὸσ ζηλωτήσ, ἀποδιδοὺσ ἁμαρτίασ πατέρων ἐπὶ τέκνα ἐπὶ τρίτην καὶ τετάρτην γενεὰν τοῖσ μισοῦσί με. (Septuagint, Liber Deuteronomii 5:9)

    (70인역 성경, 신명기 5:9)

  • ὅτι ὁ Θεὸσ ζηλωτὴσ Κύριοσ ὁ Θεόσ σου ἐν σοί, μὴ ὀργισθεὶσ θυμῷ Κύριοσ ὁ Θεόσ σού σοι ἐξολοθρεύσῃ σε ἀπὸ προσώπου τῆσ γῆσ. (Septuagint, Liber Deuteronomii 6:15)

    (70인역 성경, 신명기 6:15)

유의어

  1. to be deemed happy

  2. 신성한

관련어

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION