헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

χειροποίητος

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: χειροποίητος χειροποίητον

형태분석: χειροποιητ (어간) + ος (어미)

어원: from xeiropoie/w

  1. 인공의, 모조의, 인조의
  1. made by hand, artificial, kindled by the hand of man

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 χειροποίητος

인공의 (이)가

χειροποίητον

인공의 (것)가

속격 χειροποιήτου

인공의 (이)의

χειροποιήτου

인공의 (것)의

여격 χειροποιήτῳ

인공의 (이)에게

χειροποιήτῳ

인공의 (것)에게

대격 χειροποίητον

인공의 (이)를

χειροποίητον

인공의 (것)를

호격 χειροποίητε

인공의 (이)야

χειροποίητον

인공의 (것)야

쌍수주/대/호 χειροποιήτω

인공의 (이)들이

χειροποιήτω

인공의 (것)들이

속/여 χειροποιήτοιν

인공의 (이)들의

χειροποιήτοιν

인공의 (것)들의

복수주격 χειροποίητοι

인공의 (이)들이

χειροποίητα

인공의 (것)들이

속격 χειροποιήτων

인공의 (이)들의

χειροποιήτων

인공의 (것)들의

여격 χειροποιήτοις

인공의 (이)들에게

χειροποιήτοις

인공의 (것)들에게

대격 χειροποιήτους

인공의 (이)들을

χειροποίητα

인공의 (것)들을

호격 χειροποίητοι

인공의 (이)들아

χειροποίητα

인공의 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ΟΥ ποιήσετε ὑμῖν αὐτοῖσ χειροποίητα, οὐδὲ γλυπτά, οὐδὲ στήλην ἀναστήσετε ὑμῖν, οὐδὲ λίθον σκοπὸν θήσετε ἐν τῇ γῇ ὑμῶν προσκυνῆσαι αὐτῷ. ἐγώ εἰμι Κύριοσ ὁ Θεὸσ ὑμῶν. (Septuagint, Liber Leviticus 26:1)

    (70인역 성경, 레위기 26:1)

  • καὶ ἐρημώσω τὰσ στήλασ ὑμῶν, καὶ ἐξολοθρεύσω τὰ ξύλινα χειροποίητα ὑμῶν, καὶ θήσω τὰ κῶλα ὑμῶν ἐπὶ τὰ κῶλα τῶν εἰδώλων ὑμῶν, καὶ προσοχθιεῖ ἡ ψυχή μου ὑμῖν. (Septuagint, Liber Leviticus 26:30)

    (70인역 성경, 레위기 26:30)

  • καὶ τὰ χειροποίητα πάντα κατακρύψουσιν, (Septuagint, Liber Isaiae 2:18)

    (70인역 성경, 이사야서 2:18)

  • καὶ ἔσται εἰσ τὸ ἐντραπῆναί σε, ὅτι ἐκοπίασε Μωὰβ ἐπὶ τοῖσ βωμοῖσ καὶ εἰσελεύσεται εἰσ τὰ χειροποίητα αὐτῆσ ὥστε προσεύξασθαι, καὶ οὐ μὴ δύνηται ἐξελέσθαι αὐτόν. (Septuagint, Liber Isaiae 16:12)

    (70인역 성경, 이사야서 16:12)

  • Ὅρασισ Αἰγύπτου. ‐ ΙΔΟΥ Κύριοσ κάθηται ἐπὶ νεφέλησ κούφησ καὶ ἥξει εἰσ Αἴγυπτον, καὶ σεισθήσεται τὰ χειροποίητα Αἰγύπτου ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ, καὶ ἡ καρδία αὐτῶν ἡττηθήσεται ἐν αὐτοῖσ. (Septuagint, Liber Isaiae 19:1)

    (70인역 성경, 이사야서 19:1)

유의어

  1. 인공의

관련어

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION