헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

χάρμα

3군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: χάρμα χάρματος

형태분석: χαρματ (어간)

어원: xai/rw

  1. 기쁨, 즐거움, 행복
  2. 기쁨, 즐거움, 환희
  1. source of joy, delight
  2. joy, delight

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 χάρμα

기쁨이

χάρματε

기쁨들이

χάρματα

기쁨들이

속격 χάρματος

기쁨의

χαρμάτοιν

기쁨들의

χαρμάτων

기쁨들의

여격 χάρματι

기쁨에게

χαρμάτοιν

기쁨들에게

χάρμασιν*

기쁨들에게

대격 χάρμα

기쁨을

χάρματε

기쁨들을

χάρματα

기쁨들을

호격 χάρμα

기쁨아

χάρματε

기쁨들아

χάρματα

기쁨들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἦμοσ δὲ χλοερῷ κυανόπτεροσ ἠχέτα τέττιξ ὄζῳ ἐφεζόμενοσ θέροσ ἀνθρώποισιν ἀείδειν ἄρχεται, ᾧ τε πόσισ καὶ βρῶσισ θῆλυσ ἐέρση, καί τε πανημέριόσ τε καὶ ἠώιοσ χέει αὐδὴν ἴδει ἐν αἰνοτάτῳ, ὅτε τε χρόα Σείριοσ ἄζει, τῆμοσ δὴ κέγχροισι πέρι γλῶχεσ τελέθουσι τούσ τε θέρει σπείρουσιν, ὅτ’ ὄμφακεσ αἰόλλονται, οἱᾶ Διώνυσοσ δῶκ’ ἀνδράσι χάρμα καὶ ἄχθοσ· (Hesiod, Shield of Heracles, Book Sh. 36:3)

    (헤시오도스, 헤라클레스의 방패, Book Sh. 36:3)

  • [ Ἀ[γλ]αῷ καὶ νῦν κασιγνήτασ ἀκοίτασ νασιῶτιν ἐκίνησεν λιγύφθογγον μέλισσαν, ἀχ]ειρὲσ ἵν’ ἀθάνατον Μουσᾶν ἄγαλμα ξυνὸν ἀνθρώποισιν εἰή χάρμα, τεὰν ἀρετὰν μανῦον ἐπιχθονίοισιν, ὁσσάκισ Νίκασ ἕκατι ἄνθεσι ξανθὰν ἀναδησάμενοσ κεφαλὰν κῦδοσ εὐρείαισ Ἀθάναισ θῆκασ Οἰνείδαισ τε δόξαν. (Bacchylides, , epinicians, ode 10 1:28)

    (바킬리데스, , epinicians, ode 10 1:28)

  • τὴν δὲ μάλιστα γαμεῖν, ἥ τισ σέθεν ἐγγύθι ναίει, πάντα μάλ’ ἀμφιιδών, μὴ γείτοσι χάρματα γήμῃσ. (Hesiod, Works and Days, Book WD 76:5)

    (헤시오도스, 일과 날, Book WD 76:5)

  • μηδ’ ἀτάφουσ, τέκνον, ἐν χθονὶ Κάδμου χάρματα θηρῶν παῖδασ ἐν ἁλικίᾳ τᾷ σᾷ κατίδῃσ, ἱκετεύω. (Euripides, Suppliants, episode, hexameter6)

    (에우리피데스, Suppliants, episode, hexameter6)

  • διπλοῦν δὲ χάρμα γίγνεται τόδε. (Euripides, Suppliants, episode, iambic28)

    (에우리피데스, Suppliants, episode, iambic28)

  • ἐκμαθοῦσα δ’ εὖ πρὸσ τὰσ τύχασ τὸ χάρμα τοὺσ γόουσ τ’ ἔχε. (Euripides, Helen, episode 4:22)

    (에우리피데스, Helen, episode 4:22)

  • τί τούτου χάρμα μεῖζον ἂν λάβοισ, καὶ πρὸσ ἐπανόρθωσιν ἠθῶν ἐνεργότερον; (Plutarch, Aemilius Paulus, chapter 1 2:2)

    (플루타르코스, Aemilius Paulus, chapter 1 2:2)

유의어

  1. 기쁨

  2. 기쁨

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION