χαλκεύς
Third declension Noun; Masculine
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
χαλκεύς
χαλκέως
Structure:
χαλκευ
(Stem)
+
ς
(Ending)
Sense
- a worker in copper, a smith, (a joiner)
- a worker in metal, a smith
Declension
Third declension
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- καὶ χερσὶν εὐθὺσ διψίαν φέρει κόνιν, ἔκ τ’ εὐκροτήτου χαλκέασ ἄρδην πρόχου χοαῖσι τρισπόνδοισι τὸν νέκυν στέφει. (Sophocles, Antigone, episode 1:8)
- τὸν γὰρ Ἴδασ ἀμφὶ βουσίν πωσ χολωθεὶσ ἔτρωσεν χαλκέασ λόγχασ ἀκμᾷ. (Pindar, Odes, nemean odes, nemean 10 20:2)
- τοὺσ μὲν γὰρ ἀγαθοὺσ τέκτονασ, χαλκέασ ἀγαθούσ, ζωγράφουσ ἀγαθούσ, ἀνδριαντοποιούσ, καὶ τἆλλα τὰ τοιαῦτα, πάνυ ὀλίγοσ μοι χρόνοσ ἐγένετο ἱκανὸσ περιελθεῖν τε καὶ θεάσασθαι τὰ δεδοκιμασμένα καλὰ ἔργα αὐτοῖσ εἶναι. (Xenophon, Works on Socrates, , chapter 6 14:2)
- πότερον γὰρ τοὺσ γναφέασ αὐτῶν ἢ τοὺσ σκυτέασ ἢ τοὺσ τέκτονασ ἢ τοὺσ χαλκέασ ἢ τοὺσ γεωργοὺσ ἢ τοὺσ ἐμπόρουσ ἢ τοὺσ ἐν τῇ ἀγορῷ μεταβαλλομένουσ καὶ φροντίζοντασ ὅ τι ἐλάττονοσ πριάμενοι πλείονοσ ἀποδῶνται αἰσχύνει; (Xenophon, Memorabilia, , chapter 7 7:1)
- ὄνουσ γὰρ κανθηλίουσ λέγει καὶ χαλκέασ τινὰσ καὶ σκυτοτόμουσ καὶ βυρσοδέψασ, καὶ ἀεὶ διὰ τῶν αὐτῶν τὰ αὐτὰ φαίνεται λέγειν, ὥστε ἄπειροσ καὶ ἀνόητοσ ἄνθρωποσ πᾶσ ἂν τῶν λόγων καταγελάσειεν. (Plato, Parmenides, Philebus, Symposium, Phaedrus, 525:3)
Synonyms
-
a worker in copper
-
a worker in metal