χαλκοτύπος?
Second declension Noun; Masculine
자동번역
Transliteration: chalkotypos
Principal Part:
χαλκοτύπος
Etym.: cf. χαλκότυπος
Sense
- a worker in copper, coppersmith, a smith
- "ὡς ἀνὴρ ἐν Κορίνθῳ χαλκοτύπος, ἐπιτυχὼν θήκῃ χρυσίον ἐχούσῃ πολὺ καὶ δεδοικὼς φανερὸς γενέσθαι, κατὰ μικρὸν ἀποκόπτων καὶ ὑπομιγνὺς ἀτρέμα τῷ χαλκῷ, θαυμαστὴν λαμβάνοντι κρᾶσιν, ἐπίπρασκε πολλοῦ διὰ τὴν χρόαν καὶ τὸ κάλλος ἀγαπώμενον. (Plutarch, De Pythiae oraculis, section 2 6:2)
- ἐν ταῖς Ἀθήναις χαλκοτύπος σφόδρ εὐφυής, καταλελυκυίας τῆς Γναθαινίου σχεδὸν οὐκέτι θ ἑταιρεῖν ὑπομενούσης διὰ τό πως τὸν Ἀνδρόνικον ἡδέως αὐτῆς ἔχειν τὸν ὑποκριτὴν τότε δ ὄντος ἐν ἀποδημίᾳ, ἐξ οὗ γεγονὸς ἦν ἄρρεν αὐτῷ παιδίον, οὐχ ὑπομένουσαν τὴν Γναθαίνιον λαβεῖν μίσθωμα, λιπαρῶν δὲ καὶ προσκείμενος πολὺ δαπανήσας ἔσχεν αὐτὴν χρυσίον. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 13, book 13, chapter 44 2:3)
- νῦν δὲ σε κηρῷ ἤγαγεν εἰς μορφὴν αὖθις ὁ χαλκοτύπος. (Unknown, Greek Anthology, Volume V, book 16, chapter 1072)
- χαλκοτύπος τὸν Ἔρωτα μεταλλάξας ἐπόησε τήγανον, οὐκ ἀλόγως, ὅττι καὶ αὐτὸ φλέγει. (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 7731)
Synonyms
-
a worker in copper
- χαλκεύς (a worker in copper, a smith, )
- σιδηρεύς (a worker in iron, a smith)
- χαλκεύς (a worker in metal, a smith)