χαλεπαίνω
비축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
χαλεπαίνω
형태분석:
χαλεπαίν
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- 둘러보다, 흥분되다, 살펴보다, 격렬해지다, 무서워하다, 염려하다, 두려워하다
- to be severe, sore, grievous
- to be violent, sorely angry, savage, to be angry with, to be angry with, for
- to provoke to anger, to be provoked
- to be treated harshly
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ἀλλ’ ἔγωγε καὶ μάρτυρασ ἂν παρασχοίμην τοὺσ τότε παρόντασ ὡσ ἠγανάκτησα καὶ ὀλίγου πληγὰσ ἐνέτριψα αὐτῷ χαλεπαίνων ὑπὲρ σοῦ, καὶ μάλισθ’ ὅτε καὶ ἄλλον ἐπεκαλέσατο μάρτυρα τῶν ὁμοίων καὶ ἄλλον ταὐτὰ καὶ λόγοισ διηγουμένουσ. (Lucian, Adversus indoctum et libros multos ementem, (no name) 25:6)
(루키아노스, Adversus indoctum et libros multos ementem, (no name) 25:6)
- καὶ ὁ μὲν χαλεπαίνων πιστὸσ ἀεί, ὁ δ’ ἀντιλέγων αὐτῷ ὕποπτοσ. (Dionysius of Halicarnassus, , chapter 304)
(디오니시오스, , chapter 304)
- καὶ ὁ μὲν χαλεπαίνων πιστὸσ ἀεί, ὁ δὲ ἀντιλέγων αὐτῷ ὕποπτοσ. (Dionysius of Halicarnassus, De Demosthene, chapter 1 1:3)
(디오니시오스, De Demosthene, chapter 1 1:3)
- δεξαμένου δὲ τοῦ Καίσαροσ ὁ Κλώδιοσ ὁρῶν ἐκφεύγοντα τὴν δημαρχίαν αὐτοῦ τόν Κικέρωνα προσεποιεῖτο συμβατικῶσ ἔχειν, καὶ τῇ Τερεντίᾳ τὴν πλείστην ἀνατιθεὶσ αἰτίαν, ἐκείνου δὲ μεμνημένοσ ἐπιεικῶσ ἀεὶ καὶ λόγουσ εὐγνώμονασ ἐνδιδούσ, ὡσ ἄν τισ οὐ μισῶν οὐδὲ χαλεπαίνων, ἀλλ’ ἐγκαλῶν μέτρια καὶ φιλικά, παντάπασιν αὐτοῦ τόν φόβον ἀνῆκεν, ὥστ’ ἀπειπεῖν τῷ Καίσαρι τὴν πρεσβείαν καὶ πάλιν ἔχεσθαι τῆσ πολιτείασ, ἐφ’ ᾧ παροξυνθεὶσ ὁ Καῖσαρ τόν τε Κλώδιον ἐπέρρωσε καὶ Πομπήιον ἀπέστρεψε κομιδῇ τοῦ Κικέρωνοσ, αὐτόσ τε κατεμαρτύρησεν ἐν τῷ δήμῳ μὴ δοκεῖν αὐτῷ καλῶσ μηδὲ νομίμωσ ἄνδρασ ἀκρίτουσ ἀνῃρῆσθαι τοὺσ περὶ Λέντλον καὶ Κέθηγον. (Plutarch, Cicero, chapter 30 3:1)
(플루타르코스, Cicero, chapter 30 3:1)
- ὅθεν οὐδὲ ἄφοβοσ ἦν περὶ τοῦ μέλλοντοσ, ἀλλὰ καὶ τὸν Πείσωνα δεδιὼσ καὶ τὸν Γάλβαν προβαλλόμενοσ καὶ τῷ Οὐινίῳ χαλεπαίνων ἀπῄει πολλῶν παθῶν πλήρησ, οὐδὲ γὰρ τὸ ἐλπίζον ἐκλιπεῖν οὐδὲ ἀπαγορεῦσαι παντάπασιν εἰών οἱ περὶ αὐτὸν ὄντεσ ἀεὶ μάντεισ καὶ Χαλδαῖοι, εἰσ τὰ μάλιστα δὲ Πτολεμαῖοσ ἰσχυριζόμενοσ τῷ προειπεῖν πολλάκισ ὡσ οὐκ ἀποκτενεῖ Νέρων αὐτόν, ἀλλὰ τεθνήξεται πρότεροσ, αὐτὸσ δὲ περιέσται καὶ ἄρξει Ῥωμαίων ἐκεῖνο γὰρ ἀληθὲσ ἀποδείξασ ἠξίου μηδὲ ταῦτα ἀπελπίζειν· (Plutarch, Galba, chapter 23 4:1)
(플루타르코스, Galba, chapter 23 4:1)
유의어
-
to provoke to anger
- παροργίζω (to provoke to anger)
- ἀγριαίνω (~와 비교하다, 관계되어 있다, ~에 속하다)
- χολόω (긁다, 자극하다, 흥분시키다)
- χολόω (화를 내다, 격분하다, 짜증내다)
- ὀξύνω (긁다, 자극하다, 흥분시키다)
- ὀξυθυμέω (to be provoked)
- κνίζω (긁다, 자극하다)
- παροξύνω (긁다, 흥분시키다, 자극하다)
- ὀργίζω (긁다, 흥분시키다, 화나게 하다)
- συμπαροξύνω (to provoke with or together)
- προσπαροξύνω (to provoke besides)