- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὑποκριτής?

1군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: hypokritēs 고전 발음: [휘뽀리떼:] 신약 발음: [위뽀리떼]

기본형: ὑποκριτής ὑποκριτοῦ

형태분석: ὑποκριτ (어간) + ης (어미)

  1. 통역자, 해석자, 통역사, 번역가
  2. 배우, 연기자, 예술가
  3. 위선자
  1. one who answers: interpreter, expounder
  2. actor, player
  3. hypocrite, pretender, one who feigns

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ὑποκριτής

통역자가

ὑποκριτά

통역자들이

ὑποκριταί

통역자들이

속격 ὑποκριτοῦ

통역자의

ὑποκριταῖν

통역자들의

ὑποκριτῶν

통역자들의

여격 ὑποκριτῇ

통역자에게

ὑποκριταῖν

통역자들에게

ὑποκριταῖς

통역자들에게

대격 ὑποκριτήν

통역자를

ὑποκριτά

통역자들을

ὑποκριτάς

통역자들을

호격 ὑποκριτά

통역자야

ὑποκριτά

통역자들아

ὑποκριταί

통역자들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οὐ μόνον στρατηγῶν τῶν τότε καὶ δημαγωγῶν, ἀλλὰ καὶ ποιητῶν καὶ σοφιστῶν καὶ ὑποκριτῶν ὁμολογοῦντες εἶναι κακίους: (Plutarch, An seni respublica gerenda sit, chapter, section 3 2:2)

    (플루타르코스, An seni respublica gerenda sit, chapter, section 3 2:2)

  • μάλ εὐφυὴς ἄνθρωπος, ἐπὶ τραγῳδίαν ὡρ´μηκε νῦν καὶ τῶν μὲν ὑποκριτῶν πολὺ κράτιστός ἐστιν ὀψοποιός, ὡς δοκεῖ τοῖς χρωμένοις, τῶν δ ὀψοποιῶν ὑποκριτής κάκιστός ἐστι τοῖς θεωμένοις. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 4, book 4, chapter 57 3:4)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 4, book 4, chapter 57 3:4)

  • τάς γε μὴν καμπύλας τῶν ὑποκριτῶν βακτηρίας ἀπευθύνειν ἀμήχανον, ἀλλὰ τὸ παρὰ φύσιν τῷ πόνῳ τοῦ κατὰ φύσιν ἐγένετο κρεῖττον. (Plutarch, De liberis educandis, section 4 9:1)

    (플루타르코스, De liberis educandis, section 4 9:1)

  • τῶν ὑποκριτῶν καὶ συνεργῶν ἑνός, ὡς ἐπ αὐτὸ τὸ ἔργον ἦλθεν, ἀποδειλιάσαντος καὶ ἀναδύντος. (Plutarch, , chapter 26 4:2)

    (플루타르코스, , chapter 26 4:2)

  • τοῦτο δὲ οὐ προσθήκην ὀνόματος καὶ σχήματος ἐξαλλαγὴν εἶχε μόνον, ἀλλὰ καὶ τὰ φρονήματα τῶν ἀνδρῶν ἐκίνησε καὶ τὰς γνώμας ἐπῆρε καὶ τοῖς βίοις καὶ ταῖς ὁμιλίαις αὐτῶν ὄγκον ἐνεποίησε καὶ βαρύτητα, καθ άπερ τραγικῶν ὑποκριτῶν ἅμα τῇ σκενῇ συμμεταβαλλόντων καὶ βάδισμα καὶ φωνὴν καὶ κατάκλισιν καὶ προσαγόρευσιν. (Plutarch, Demetrius, chapter 18 3:1)

    (플루타르코스, Demetrius, chapter 18 3:1)

유의어

  1. 통역자

  2. 배우

관련어

명사

형용사

동사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION