헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὑπόδημα

3군 변화 명사; 중성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ὑπόδημα ὑπόδηματος

형태분석: ὑποδηματ (어간)

어원: u(pode/w

  1. 구두, 단화, 샌들
  1. A sandal or shoe

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ὑπόδημα

구두가

ὑπόδήματε

구두들이

ὑπόδήματα

구두들이

속격 ὑπόδήματος

구두의

ὑπόδημάτοιν

구두들의

ὑπόδημάτων

구두들의

여격 ὑπόδήματι

구두에게

ὑπόδημάτοιν

구두들에게

ὑπόδήμασιν*

구두들에게

대격 ὑπόδημα

구두를

ὑπόδήματε

구두들을

ὑπόδήματα

구두들을

호격 ὑπόδημα

구두야

ὑπόδήματε

구두들아

ὑπόδήματα

구두들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καί γε σὺ ἔγνωσ ὅσα ἐποίησέ μοι Ἰωὰβ υἱὸσ Σαρουί̈ασ, ὅσα ἐποίησε τοῖσ δυσὶν ἄρχουσι τῶν δυνάμεων Ἰσραήλ, τῷ Ἀβεννὴρ υἱῷ Νὴρ καὶ τῷ Ἀμεσσαί̈ υἱῷ Ἰεθέρ, καὶ ἀπέκτεινεν αὐτοὺσ καὶ ἔταξε τὰ αἵματα πολέμου ἐν εἰρήνῃ καὶ ἔδωκεν αἷμα ἀθῷον ἐν τῇ ζώνῃ αὐτοῦ τῇ ἐν τῇ ὀσφύϊ αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ ὑποδήματι αὐτοῦ τῷ ἐν τῶ ποδὶ αὐτοῦ. (Septuagint, Liber I Regum 2:5)

    (70인역 성경, 열왕기 상권 2:5)

  • ἑνὸσ γὰρ τῶν τῷ σιδηρῷ ὑποδήματι κτυπούντων τὴν ἐσθῆτα κατέρρηξεν, ἑνὸσ δὲ τῶν ὑπαυλούντων τὸν αὐλὸν ἁρπάσασ τοῦ Ὀδυσσέωσ πλησίον ἑστῶτοσ καὶ ἐπὶ τῇ νίκῃ μέγα φρονοῦντοσ διεῖλε τὴν κεφαλὴν κατενεγκών, καὶ εἴ γε μὴ ὁ πῖλοσ ἀντέσχεν καὶ τὸ πολὺ τῆσ πληγῆσ ἀπεδέξατο, ἀπωλώλει ἂν ὁ κακοδαίμων Ὀδυσσεύσ, ὀρχηστῇ παραπαίοντι περιπεσών. (Lucian, De saltatione, (no name) 83:4)

    (루키아노스, De saltatione, (no name) 83:4)

  • ἣ μὲν γὰρ καθ’ αὑτὸ χρῆσισ τοῦ κτήματοσ ἐστίν, οἱο͂ν ὑποδήματοσ ἢ ἱματίου, ἣ δὲ κατὰ συμβεβηκὸσ μέν, οὐ μέντοι οὕτωσ ὡσ ἂν εἴ τισ σταθμῷ χρήσαιτο τῷ ὑποδήματι, ἀλλ’ οἱο͂ν ἡ πώλησισ καὶ ἡ μίσθωσισ· (Aristotle, Eudemian Ethics, Book 3 86:3)

    (아리스토텔레스, 에우데모스 윤리학, Book 3 86:3)

  • χρῆται γὰρ ὑποδήματι. (Aristotle, Eudemian Ethics, Book 3 88:1)

    (아리스토텔레스, 에우데모스 윤리학, Book 3 88:1)

  • ἐλθούσησ δὲ παιδὸσ ἔτι μικρᾶσ ὀρφανῆσ γονέων καὶ προσλιπαρούσησ, ἐρράπισεν αὐτὴν ὑποδήματι καὶ τῷ προσώπῳ τὸ ὑπόδημα προσέρριψεν· (Plutarch, Quaestiones Graecae, section 12 2:5)

    (플루타르코스, Quaestiones Graecae, section 12 2:5)

유의어

  1. 구두

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION