헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὑπόδημα

3군 변화 명사; 중성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ὑπόδημα ὑπόδηματος

형태분석: ὑποδηματ (어간)

어원: u(pode/w

  1. 구두, 단화, 샌들
  1. A sandal or shoe

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ὑπόδημα

구두가

ὑπόδήματε

구두들이

ὑπόδήματα

구두들이

속격 ὑπόδήματος

구두의

ὑπόδημάτοιν

구두들의

ὑπόδημάτων

구두들의

여격 ὑπόδήματι

구두에게

ὑπόδημάτοιν

구두들에게

ὑπόδήμασιν*

구두들에게

대격 ὑπόδημα

구두를

ὑπόδήματε

구두들을

ὑπόδήματα

구두들을

호격 ὑπόδημα

구두야

ὑπόδήματε

구두들아

ὑπόδήματα

구두들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὁ δὲ εἶπε. μή ἐγγίσῃσ ὧδε. λῦσαι τὸ ὑπόδημα ἐκ τῶν ποδῶν σου. ὁ γὰρ τόποσ, ἐν ᾧ σὺ ἕστηκασ, γῆ ἁγία ἐστί. (Septuagint, Liber Exodus 3:5)

    (70인역 성경, 탈출기 3:5)

  • καὶ προσελθοῦσα ἡ γυνὴ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ ἔναντι τῆσ γερουσίασ καὶ ὑπολύσει τὸ ὑπόδημα αὐτοῦ τὸ ἓν ἀπὸ τοῦ ποδὸσ αὐτοῦ καὶ ἐμπτύσεται κατὰ πρόσωπον αὐτοῦ καὶ ἀποκριθεῖσα ἐρεῖ. οὕτω ποιήσουσι τῷ ἀνθρώπῳ, ὃσ οὐκ οἰκοδομήσει τὸν οἶκον τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ ἐν Ἰσραήλ. (Septuagint, Liber Deuteronomii 25:9)

    (70인역 성경, 신명기 25:9)

  • καὶ κληθήσεται τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἐν Ἰσραὴλ Οἶκοσ τοῦ ὑπολυθέντοσ τὸ ὑπόδημα. (Septuagint, Liber Deuteronomii 25:10)

    (70인역 성경, 신명기 25:10)

  • σίδηροσ καὶ χαλκὸσ τὸ ὑπόδημα αὐτοῦ ἔσται, ὡσ αἱ ἡμέραι σου ἡ ἰσχύσ σου. (Septuagint, Liber Deuteronomii 33:25)

    (70인역 성경, 신명기 33:25)

  • καὶ λέγει ὁ ἀρχιστράτηγοσ Κυρίου πρὸσ Ἰησοῦν. λῦσαι τὸ ὑπόδημα ἐκ τῶν ποδῶν σου. ὁ γὰρ τόποσ, ἐφ’ ᾧ νῦν ἕστηκασ ἐπ’ αὐτοῦ, ἅγιόσ ἐστι. (Septuagint, Liber Iosue 5:15)

    (70인역 성경, 여호수아기 5:15)

유의어

  1. 구두

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION