ὑπαντάω
α 축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
ὑπαντάω
ὑπαντήσομαι
ὑπήντησα
형태분석:
ὑπ
(접두사)
+
ἀντά
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- 만나다, 접하다, 맞다
- to come or go to meet
- to meet, reply or object to
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- καὶ Ιἄκωβοσ πυνθανόμενοσ ἥκειν αὐτὸν ὑπαντησόμενον μετὰ τοσούτων ἦν περίφοβοσ, τῷ μέντοι θεῷ τὴν ἐλπίδα τῆσ σωτηρίασ ἐπέτρεπε καὶ πρόνοιαν εἶχεν ἐκ τῶν παρόντων, ὅπωσ αὐτὸσ ἀπαθὴσ σώζοι τοὺσ σὺν αὑτῷ κρατήσασ τῶν ἐχθρῶν εἰ θέλοιεν ἀδικεῖν. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 1 426:2)
(플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 1 426:2)
- ἐκδημήσαντοσ δὲ κατ’ ἐκεῖνον τὸν καιρὸν εἰσ Δαμασκὸν Ἐλισσαίου τοῦ προφήτου γνοὺσ ὁ Ἄδερ τὸν πιστότατον τῶν οἰκετῶν Ἀζάηλον ἔπεμψεν ὑπαντησόμενον αὐτῷ καὶ δῶρα κομίζοντα, κελεύσασ ἔρεσθαι περὶ τῆσ νόσου καὶ εἰ διαφεύξεται τὸν ἐξ αὐτῆσ κίνδυνον. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 9 106:1)
(플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 9 106:1)
- ὁ δ’ εὐθὺσ ἐκέλευσεν ἐκπεμφθῆναί τινα τῶν ἱππέων ὑπαντησόμενον καὶ τίσ ἐστιν ὁ προσιὼν γνωσόμενον. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 9 141:1)
(플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 9 141:1)
- Ἐπεὶ δὲ πλησίον τῶν Σαμοσάτων γεγόνει, πέμπει τὸ στράτευμα ὑπαντησόμενον Ἀντώνιοσ σὺν τῷ οἰκείῳ κόσμῳ τιμὴν Ἡρώδῃ ταύτην ἀπονέμων καὶ ἐπικουρίασ ἕνεκα· (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 14 562:1)
(플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 14 562:1)
유의어
-
to come or go to meet
- συγχωρέω (함께 오다, 만나다)
- συμβάλλω (만나다, 접하다, 맞다)
- ὁμηρέω (만나다, 접하다)
- συμβαίνω (만나다, 접하다)
- συμμίγνυμι (만나다, 접하다)
- συναντάω (만나다, 접하다, 맞다)
- ὁμαρτέω (만나다, 접하다)
- συνέχω (만나다, 접하다)
- ἀντάω (만나다, 접하다)
- ἀντιπρόειμι (만나다, 접하다)
- ὑπεξέρχομαι (to go out to meet)
- συνήκω (만나다, 접하다)
- ἀντιάζω (to meet in)
- συγγίγνομαι (만나다, 접하다, 맞다)
- σύνειμι (모으다, 합치다, 만나다)
- ἀντάω (도달하다, 만나다, 도착하다)
- συνήκω (만나다, 접하다, 맞다)
- παραβάλλω (to come n)
- προσέρχομαι (to come or go to)
- συνεξέρχομαι (to go or come out with)
- σύνειμι (들어오다, 참여하다)
- ἀφικνέομαι (오다, 되다)
- ἵκω (도착하다, 도달하다)
- ἀγρέω (오다, 되다, 어마어마하게 몰려오다)
- ἀμείβω (comes on)
- βάσκω (가다, 오다, 나아가다)
- βλώσκω (가다, 오다, 나아가다)
- ἔξειμι (나가다, 나오다, 사귀다)
- ἐξέρχομαι (나가다, 나오다, 사귀다)
- ἐξικνέομαι (도착하다, 도달하다)
- εἰσαφικάνω (도착하다, 도달하다)
- ἐκπεράω (to go or come out of)
- ἐκπίπτω (나오다, 나다)
- ἑρπύζω (가다, 오다, 나아가다)
- ἕρπω ( I go or come)
- ἔρχομαι (오다, 가다)
- ἱκνέομαι (오다, 되다)
-
만나다