Ancient Greek-English Dictionary Language

τρέμω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: τρέμω

Structure: τρέμ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. To “tremble” or fear; to be afraid, trembling.

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular τρέμω τρέμεις τρέμει
Dual τρέμετον τρέμετον
Plural τρέμομεν τρέμετε τρέμουσιν*
SubjunctiveSingular τρέμω τρέμῃς τρέμῃ
Dual τρέμητον τρέμητον
Plural τρέμωμεν τρέμητε τρέμωσιν*
OptativeSingular τρέμοιμι τρέμοις τρέμοι
Dual τρέμοιτον τρεμοίτην
Plural τρέμοιμεν τρέμοιτε τρέμοιεν
ImperativeSingular τρέμε τρεμέτω
Dual τρέμετον τρεμέτων
Plural τρέμετε τρεμόντων, τρεμέτωσαν
Infinitive τρέμειν
Participle MasculineFeminineNeuter
τρεμων τρεμοντος τρεμουσα τρεμουσης τρεμον τρεμοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular τρέμομαι τρέμει, τρέμῃ τρέμεται
Dual τρέμεσθον τρέμεσθον
Plural τρεμόμεθα τρέμεσθε τρέμονται
SubjunctiveSingular τρέμωμαι τρέμῃ τρέμηται
Dual τρέμησθον τρέμησθον
Plural τρεμώμεθα τρέμησθε τρέμωνται
OptativeSingular τρεμοίμην τρέμοιο τρέμοιτο
Dual τρέμοισθον τρεμοίσθην
Plural τρεμοίμεθα τρέμοισθε τρέμοιντο
ImperativeSingular τρέμου τρεμέσθω
Dual τρέμεσθον τρεμέσθων
Plural τρέμεσθε τρεμέσθων, τρεμέσθωσαν
Infinitive τρέμεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
τρεμομενος τρεμομενου τρεμομενη τρεμομενης τρεμομενον τρεμομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. To “tremble” or fear

Related

Derived

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION