Ancient Greek-English Dictionary Language

τορευτός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: τορευτός τορευτή τορευτόν

Structure: τορευτ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: from toreu/w

Sense

  1. worked in relief, elaborate

Examples

  • χεῖρεσ αὐτοῦ τορευταὶ χρυσαῖ πεπληρωμέναι Θαρσίσ. κοιλία αὐτοῦ πυξίον ἐλεφάντινον ἐπὶ λίθου σαπφείρου. (Septuagint, Canticum Canticorum 5:14)
  • ἔνδοξοι δὲ τορευταὶ Ἀθηνοκλῆσ, Κράτησ, Στρατόνικοσ, Μυρμηκίδησ ὁ Μιλήσιοσ, Καλλικράτησ ὁ Λάκων καὶ Μῦσ, οὗ εἴδομεν σκύφον Ἡρακλεωτικὸν τεχνικῶσ ἔχοντα Ἰλίου ἐντετορευμένην πόρθησιν, ἔχοντα ἐπίγραμμα τόδε· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 11, book 11, chapter 191)
  • ἔνδοξοι δὲ τορευταί . (Unknown, Elegy and Iambus, Volume II, , mixed meters133)

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION