헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

τορεύω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: τορεύω τορεύσω

형태분석: τορεύ (어간) + ω (인칭어미)

어원: to/ros

  1. to work in relief, to represent in this manner

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 τορεύω

τορεύεις

τορεύει

쌍수 τορεύετον

τορεύετον

복수 τορεύομεν

τορεύετε

τορεύουσιν*

접속법단수 τορεύω

τορεύῃς

τορεύῃ

쌍수 τορεύητον

τορεύητον

복수 τορεύωμεν

τορεύητε

τορεύωσιν*

기원법단수 τορεύοιμι

τορεύοις

τορεύοι

쌍수 τορεύοιτον

τορευοίτην

복수 τορεύοιμεν

τορεύοιτε

τορεύοιεν

명령법단수 τόρευε

τορευέτω

쌍수 τορεύετον

τορευέτων

복수 τορεύετε

τορευόντων, τορευέτωσαν

부정사 τορεύειν

분사 남성여성중성
τορευων

τορευοντος

τορευουσα

τορευουσης

τορευον

τορευοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 τορεύομαι

τορεύει, τορεύῃ

τορεύεται

쌍수 τορεύεσθον

τορεύεσθον

복수 τορευόμεθα

τορεύεσθε

τορεύονται

접속법단수 τορεύωμαι

τορεύῃ

τορεύηται

쌍수 τορεύησθον

τορεύησθον

복수 τορευώμεθα

τορεύησθε

τορεύωνται

기원법단수 τορευοίμην

τορεύοιο

τορεύοιτο

쌍수 τορεύοισθον

τορευοίσθην

복수 τορευοίμεθα

τορεύοισθε

τορεύοιντο

명령법단수 τορεύου

τορευέσθω

쌍수 τορεύεσθον

τορευέσθων

복수 τορεύεσθε

τορευέσθων, τορευέσθωσαν

부정사 τορεύεσθαι

분사 남성여성중성
τορευομενος

τορευομενου

τορευομενη

τορευομενης

τορευομενον

τορευομενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION