헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συνωρίς

3군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συνωρίς συνωρίδος

형태분석: συνωριδ (어간) + ς (어미)

어원: sunh/oros

  1. 말 한 쌍
  1. a pair of horses
  2. a pair or couple of, a coupling fetter

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 συνωρίς

말 한 쌍이

συνωρίδε

말 한 쌍들이

συνωρίδες

말 한 쌍들이

속격 συνωρίδος

말 한 쌍의

συνωρίδοιν

말 한 쌍들의

συνωρίδων

말 한 쌍들의

여격 συνωρίδι

말 한 쌍에게

συνωρίδοιν

말 한 쌍들에게

συνωρίσιν*

말 한 쌍들에게

대격 συνωρίδα

말 한 쌍을

συνωρίδε

말 한 쌍들을

συνωρίδας

말 한 쌍들을

호격 συνωρί

말 한 쌍아

συνωρίδε

말 한 쌍들아

συνωρίδες

말 한 쌍들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • εἰδὼσ γὰρ τούτουσ ἀλκίμουσ ὄντασ καὶ πλήθει παμπόλλουσ ὁρῶν καὶ τὴν φάλαγγα καρτερῶσ συναραρυῖαν καὶ ἐπὶ μετώπου μὲν προασπίζοντασ τοὺσ χαλκοθώρακασ αὐτῶν, ἐσ βάθοσ δὲ ἐπὶ τεττάρων καὶ εἴκοσι τεταγμένουσ ὁπλίτασ, ἐπὶ κέρωσ δ̓ ἑκατέρωθεν τὴν ἵππον δισμυρίαν οὖσαν, ἐκ δὲ τοῦ μέσου τὰ ἁρ́ματα ἐκπηδήσεσθαι μέλλοντα δρεπανηφόρα ὀγδοήκοντα καὶ συνωρίδασ ἐπ̓ αὐτοῖσ δὶσ τοσαύτασ, ταῦτα ὁρῶν πάνυ πονηρὰσ εἶχε τὰσ ἐλπίδασ, ὡσ ἀμάχων ὄντων ἐκείνων αὐτῷ· (Lucian, Zeuxis 15:1)

    (루키아노스, Zeuxis 15:1)

  • καὶ Λακεδαιμονίοισ ἔγραφε παρακαλῶν βοηθεῖν καὶ συνεκπέμπειν ἄνδρασ, οἷσ ἔφη δώσειν, ἂν μὲν πεζοὶ παρῶσιν, ἵππουσ, ἂν δὲ ἱππεῖσ, συνωρίδασ· (Plutarch, Artaxerxes, chapter 6 2:2)

    (플루타르코스, Artaxerxes, chapter 6 2:2)

  • ἐπεὶ δὲ ταύτησ ἅλισ εἶχε τῆσ τιμωρίασ, προσελάσαντεσ δύο συνωρίδασ τῇ μὲν ἑτέρᾳ προσήρτων τοὺσ βραχίονασ αὐτοῦ, τῇ δ’ ἑτέρᾳ τοὺσ πόδασ ῥυτῆρσι κατεχομένουσ μακροῖσ· (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, book 3, chapter 30 9:1)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, book 3, chapter 30 9:1)

  • ἐλαυνόντων δὲ τῶν ἡνιόχων τὰσ συνωρίδασ ἀπ’ ἀλλήλων ξαινόμενόσ τε περὶ τῇ γῇ καὶ ἀνθελκόμενοσ ὑφ’ ἑκατέρασ ἐπὶ τἀναντία ὁ δείλαιοσ ἐν ὀλίγῳ διασπᾶται χρόνῳ. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, book 3, chapter 30 9:2)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, book 3, chapter 30 9:2)

  • τούτοισ ἠκολούθουν ἡνίοχοι τὰ τέθριππά τε καὶ τὰσ συνωρίδασ καὶ τοὺσ ἀζεύκτουσ ἵππουσ ἐλαύνοντεσ· (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books VII-IX, book 7, chapter 72 2:3)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, Books VII-IX, book 7, chapter 72 2:3)

유의어

  1. 말 한 쌍

  2. a pair or couple of

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION