συνεχής
3군 변화 형용사;
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
συνεχής
συνεχές
형태분석:
συνεχη
(어간)
+
ς
(어미)
뜻
- 끊임없은, 연속적인, 연속된, 끊임없는, 근접한
- 끊임없은, 연속된, 끊임없는
- 검질긴, 불변의, 일정한
- 흥분된, 선동된
- holding together
- continuous, contiguous, continuous with or contiguous to, in a line with
- continuous, unintermitting
- constant, persevering
- continually
- continuously
- unceasing
곡용 정보
3군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ἃ δ’ οἱ γέροντεσ ποιοῦσιν , ὅταν μεθυσθῶσιν τοῦ ὕδατοσ, οὐκ ἀλλότριον εἰπεῖν ἐπειδὰν πίῃ ὁ γέρων καὶ κατάσχῃ αὐτὸν ὁ Σιληνόσ, αὐτίκα ἐπὶ πολὺ ἄφωνόσ ἐστι καὶ καρηβαροῦντι καὶ βεβαπτισμένῳ ἐοίκεν, εἶτα ἄφνω φωνή τε λαμπρὰ καὶ φθέγμα τορὸν καὶ πνεῦμα λιγυρὸν ἐγγίγνεται αὐτῷ καὶ λαλίστατοσ ἐξ ἀφωνοτάτου ἐστίν, οὐδ’ ἂν ’ἐπιστομίσασ παύσειασ αὐτὸν μὴ οὐχὶ συνεχῆ λαλεῖν καὶ ῥήσεισ μακρὰσ συνείρειν. (Lucian, (no name) 7:2)
(루키아노스, (no name) 7:2)
- ἐπιστὰσ δὲ ἐκεῖνοσ καὶ ἰδὼν υἱὸν ὃν εἶχεν μόνον ὀλίγον ἐμπνέοντα, ᾑμαγμένον, ἐμπεπλησμένον τοῦ φόνου καὶ τὰ τραύματα συνεχῆ καὶ πολλὰ καὶ καίρια, ἀνεβόησεν τοῦτο· (Lucian, Tyrannicida, (no name) 20:4)
(루키아노스, Tyrannicida, (no name) 20:4)
- καὶ τὴν μὲν γνώμην τοιαύτην ἔχων ὁ συγγραφεὺσ ἡκέτω μοι, τὴν δὲ φωνὴν καὶ τὴν τῆσ ἑρμηνείασ ἰσχύν, τὴν μὲν σφοδρὰν ἐκείνην καὶ κάρχαρον καὶ συνεχῆ ταῖσ περιόδοισ καὶ ἀγκύλην ταῖσ ἐπιχειρήσεσι καὶ τὴν ἄλλην τῆσ ῥητορείασ δεινότητα μὴ κομιδῇ τεθηγμένοσ ἀρχέσθω τῆσ γραφῆσ, ἀλλ̓ εἰρηνικώτερον διακείμενοσ. (Lucian, Quomodo historia conscribenda sit, chapter 431)
(루키아노스, Quomodo historia conscribenda sit, chapter 431)
- καὶ αὖραι δέ τινεσ ἡδεῖαι πνέουσαι ἠρέμα τὴν ὕλην διεσάλευον, ὥστε καὶ ἀπὸ τῶν κλάδων κινουμένων ^ τερπνὰ καὶ συνεχῆ μέλη ἀπεσυρίζετο, ἐοικότα τοῖσ ἐπ’ ἐρημίασ αὐλήμασι τῶν πλαγίων αὐλῶν. (Lucian, Verae Historiae, book 2 5:5)
(루키아노스, Verae Historiae, book 2 5:5)
- ὡσ τῶν παρ’ ἡμῖν τισ κατὰ τύχην ἀνεγνωκὼσ δύο τῶν Ἐφόρου βιβλίων ἢ τρία, πάντασ ἀνθρώπουσ κατέτριβε καὶ πᾶν ἀνάστατον ἐποίει συμπόσιον, ἀεὶ τὴν ἐν Λεύκτροισ μάχην καὶ τὰ συνεχῆ διηγούμενοσ· (Plutarch, De garrulitate, section 22 5:6)
(플루타르코스, De garrulitate, section 22 5:6)
유의어
-
holding together
-
끊임없은
-
continually
- χρόνιος (long-continued)
- ἔμπεδος (끊임없는, 연속적인, 부단한)
- ἀείβολος (continually thrown)
- ἄκριτος (연속적인, 끊임없는, 끊임없은)
- ἐνδελεχής (끊임없는, 연속적인, 지속되는)
- διατελής (끊임없은, 끊임없는, 연속된)
- συναπτός (끊임없은, 연속된, 끊임없는)
-
continuously
- χρόνιος (long-continued)
- ἔμπεδος (끊임없는, 연속적인, 부단한)
- ἀείβολος (continually thrown)
- ἄκριτος (연속적인, 끊임없는, 끊임없은)
- ἐνδελεχής (끊임없는, 연속적인, 지속되는)
- διατελής (끊임없은, 끊임없는, 연속된)
- συναπτός (끊임없은, 연속된, 끊임없는)
-
흥분된
- ἄκριτος (연속적인, 끊임없는, 끊임없은)
- ἀζηχής (과도한, 완고한, 고집센)
- ἐμμενής (흥분된, 선동된, 불안한)
- ἀκόρεστος (만족할 줄 모르는, 탐욕스런, 선동된)
- ἄλληκτος (끝없는, 영원한, 무한한)
- ἄπαυστος (흥분된, 선동된, 불안한)