헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συνεχής

3군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συνεχής συνεχές

형태분석: συνεχη (어간) + ς (어미)

어원: sune/xw

  1. 끊임없은, 연속적인, 연속된, 끊임없는, 근접한
  2. 끊임없은, 연속된, 끊임없는
  3. 검질긴, 불변의, 일정한
  4. 흥분된, 선동된
  1. holding together
  2. continuous, contiguous, continuous with or contiguous to, in a line with
  3. continuous, unintermitting
  4. constant, persevering
  5. continually
  6. continuously
  7. unceasing

곡용 정보

3군 변화
남/여성 중성
단수주격 συνεχής

(이)가

σύνεχες

(것)가

속격 συνεχούς

(이)의

συνέχους

(것)의

여격 συνεχεί

(이)에게

συνέχει

(것)에게

대격 συνεχή

(이)를

σύνεχες

(것)를

호격 συνεχές

(이)야

σύνεχες

(것)야

쌍수주/대/호 συνεχεί

(이)들이

συνέχει

(것)들이

속/여 συνεχοίν

(이)들의

συνέχοιν

(것)들의

복수주격 συνεχείς

(이)들이

συνέχη

(것)들이

속격 συνεχών

(이)들의

συνέχων

(것)들의

여격 συνεχέσιν*

(이)들에게

συνέχεσιν*

(것)들에게

대격 συνεχείς

(이)들을

συνέχη

(것)들을

호격 συνεχείς

(이)들아

συνέχη

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τὸ μὲν γὰρ πνεῦμα σφοδρότερόν τε καὶ συνεχέστερον καὶ πλέον ἐμπίπτει νῦν ἢ πρότερον. (Galen, On the Natural Faculties., B, section 880)

    (갈레노스, On the Natural Faculties., B, section 880)

  • Ποτὸν θᾶσσον καὶ συνεχέστερον ἢ τοῖσι ἄλλοισι · τροφὴ ἀνὰ πᾶσαν ἡμέρην κούφη, εὔπεπτοσ, τὰ πολλὰ σιτώδησ ἠδὲ καὶ ἡδεῖα, κἢν μικρὸν χείρων ἐῄ. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., ARETAIOU KAPPADOKOU OCEWN NOUSWN QERAPEUTIKON, 144)

    (아레타이오스, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., ARETAIOU KAPPADOKOU OCEWN NOUSWN QERAPEUTIKON, 144)

  • "οἱ γὰρ σπανίωσ καί δι’ Ἅρματοσ ὥσ φασιν ἑστιῶντεσ ἀναγκάζονται τὸν ὁπωσοῦν ἐπιτήδειον ἢ γνώριμον καταγράφειν οἱ δὲ συνεχέστερον κατὰ τρεῖσ ἤ τέτταρασ ἀναλαμβάνοντεσ, ὥσπερ πορθμεῖα τὰ συμπόσια κοῦφά τε ποιοῦσι. (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 5, 7:12)

    (플루타르코스, Quaestiones Convivales, book 5, 7:12)

  • ἅπαντα γὰρ ταῦτα φιλοτίμῳ τρόπῳ ψυχῆσ ἀκοινώνητα καὶ ἄγρια καὶ χαλεπὰ ἀνάγκη πᾶσα συνέπεσθαι, ἔτι δὲ αὐτὸν πολὺ μεταλλάττειν καὶ ἀνώμαλον ἔχειν τὴν διάνοιαν, ἅτε ἀνωμάλῳ δουλεύοντα καὶ προσέχοντα πράγματι, πυκνότερον καὶ συνεχέστερον ἢ τοὺσ κυνηγέτασ φασὶ χαίροντα καὶ λυπούμενον· (Dio, Chrysostom, Orationes, 147:2)

    (디오, 크리소토모스, 연설, 147:2)

  • ἦσαν δὲ οἱ πεμφθέντεσ ἐκ διαλειμμάτων, ἵνα συνεχέστερον ἐντυγχάνοντεσ πολλοὶ δοκῶσιν· (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 1 429:1)

    (플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 1 429:1)

유의어

  1. holding together

  2. 끊임없은

  3. continually

  4. continuously

  5. 흥분된

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION