συνεχής
3군 변화 형용사;
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
συνεχής
συνεχές
형태분석:
συνεχη
(어간)
+
ς
(어미)
뜻
- 끊임없은, 연속적인, 연속된, 끊임없는, 근접한
- 끊임없은, 연속된, 끊임없는
- 검질긴, 불변의, 일정한
- 흥분된, 선동된
- holding together
- continuous, contiguous, continuous with or contiguous to, in a line with
- continuous, unintermitting
- constant, persevering
- continually
- continuously
- unceasing
곡용 정보
3군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- συνεχὲσ ἐπήγειρεν ἐρεσχηλοῦσα καὶ ᾅδουσα καὶ κωμάζουσα ἐπ’ αὐτόν, τὸν μὲν ἀγανακτῆσαι, τὴν δὲ Σελήνην ὀργισθεῖσαν εἰσ τοῦτο τὴν Μυῖαν μεταβαλεῖν καὶ διὰ τοῦτο πᾶσι νῦν τοῖσ κοιμωμένοισ αὐτὴν τοῦ ὕπνου φθονεῖν μεμνημένην ἔτι τοῦ Ἐνδυμίωνοσ, καὶ μάλιστα τοῖσ νέοισ καὶ ἁπαλοῖσ· (Lucian, Muscae Encomium, (no name) 10:3)
(루키아노스, Muscae Encomium, (no name) 10:3)
- διόπερ δεῖ ποιεῖσθαι σκέψιν καὶ διανέμειν τε καὶ ἀνιέναι κατ’ ἀξίαν ἕκαστα, καὶ τροφὴν καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀργίαν καὶ κολάσεισ, λόγῳ καὶ ἔργῳ μιμουμένουσ τὴν τῶν ἰατρῶν δύναμιν ἐν φαρμάκου λόγῳ, προσθεωροῦντασ ὅτι ἡ τροφὴ οὐ φάρμακον διὰ τὸ συνεχέσ. (Aristotle, Economics, Book 1 29:2)
(아리스토텔레스, 경제학, Book 1 29:2)
- πρῶτον τουτὶ τὸ μῶν, εἶτα μετ’ αὐτὸ ἐξελ ήλυθεν τὸ κᾆτα, εἶτα ἐπ’ αὐτοῖσ τὸ ἦ δ’ ὃσ καὶ ἀμηγέπη καὶ λῷστε καὶ δήπουθεν καὶ συνεχὲσ τὸ ἄττα. (Lucian, Lexiphanes, (no name) 21:3)
(루키아노스, Lexiphanes, (no name) 21:3)
- ὁ δέ τισ ἔμπαλιν, πονεῖν τὰ πάντα καὶ μοχθεῖν καὶ τὸ σῶμα καταναγκάζειν ῥυπῶντα καὶ αὐχμῶντα καὶ πᾶσι δυσαρεστοῦντα καὶ λοιδορούμενον, συνεχὲσ ἐπιρραψῳδῶν τὰ πάνδημα ἐκεῖνα τοῦ Ἡσιόδου περὶ τῆσ ἀρετῆσ ἔπη καὶ τὸν ἱδρῶτα καὶ τὴν ἐπὶ τὸ ἄκρον ἀνάβασιν. (Lucian, Necyomantia, (no name) 4:5)
(루키아노스, Necyomantia, (no name) 4:5)
- ἀποδρὰσ οὖν ἐκεῖθεν ἐπὶ τὴν οἰκίαν ἀφικνοῦμαι συνεχὲσ ἀναλύζων καὶ δακρύων τοὺσ ὀφθαλμοὺσ ὑπόπλεωσ, καὶ διηγοῦμαι τὴν σκυτάλην καὶ τοὺσ μώλωπασ ἐδείκνυον, καὶ κατηγόρουν πολλήν τινα ὠμότητα, προσθεὶσ ὅτι ὑπὸ φθόνου ταῦτα ἔδρασε, μὴ αὐτὸν ὑπερβάλωμαι κατὰ τὴν τέχνην. (Lucian, Somnium sive vita Luciani, (no name) 4:1)
(루키아노스, Somnium sive vita Luciani, (no name) 4:1)
유의어
-
holding together
-
끊임없은
-
continually
- χρόνιος (long-continued)
- ἔμπεδος (끊임없는, 연속적인, 부단한)
- ἀείβολος (continually thrown)
- ἄκριτος (연속적인, 끊임없는, 끊임없은)
- ἐνδελεχής (끊임없는, 연속적인, 지속되는)
- διατελής (끊임없은, 끊임없는, 연속된)
- συναπτός (끊임없은, 연속된, 끊임없는)
-
continuously
- χρόνιος (long-continued)
- ἔμπεδος (끊임없는, 연속적인, 부단한)
- ἀείβολος (continually thrown)
- ἄκριτος (연속적인, 끊임없는, 끊임없은)
- ἐνδελεχής (끊임없는, 연속적인, 지속되는)
- διατελής (끊임없은, 끊임없는, 연속된)
- συναπτός (끊임없은, 연속된, 끊임없는)
-
흥분된
- ἄκριτος (연속적인, 끊임없는, 끊임없은)
- ἀζηχής (과도한, 완고한, 고집센)
- ἐμμενής (흥분된, 선동된, 불안한)
- ἀκόρεστος (만족할 줄 모르는, 탐욕스런, 선동된)
- ἄλληκτος (끝없는, 영원한, 무한한)
- ἄπαυστος (흥분된, 선동된, 불안한)