- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐμμενής?

3군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: emmenēs 고전 발음: [엠메네:] 신약 발음: [앰매네]

기본형: ἐμμενής ἐμμενές

형태분석: ἐμμενη (어간) + ς (어미)

어원: from ἐμμένω

  1. 흥분된, 선동된, 불안한
  1. abiding in, unceasing

곡용 정보

3군 변화
남/여성 중성
단수주격 ἐμμενής

흥분된 (이)가

ἔμμενες

흥분된 (것)가

속격 ἐμμενούς

흥분된 (이)의

ἐμμένους

흥분된 (것)의

여격 ἐμμενεί

흥분된 (이)에게

ἐμμένει

흥분된 (것)에게

대격 ἐμμενή

흥분된 (이)를

ἔμμενες

흥분된 (것)를

호격 ἐμμενές

흥분된 (이)야

ἔμμενες

흥분된 (것)야

쌍수주/대/호 ἐμμενεί

흥분된 (이)들이

ἐμμένει

흥분된 (것)들이

속/여 ἐμμενοίν

흥분된 (이)들의

ἐμμένοιν

흥분된 (것)들의

복수주격 ἐμμενείς

흥분된 (이)들이

ἐμμένη

흥분된 (것)들이

속격 ἐμμενών

흥분된 (이)들의

ἐμμένων

흥분된 (것)들의

여격 ἐμμενέσι(ν)

흥분된 (이)들에게

ἐμμένεσι(ν)

흥분된 (것)들에게

대격 ἐμμενείς

흥분된 (이)들을

ἐμμένη

흥분된 (것)들을

호격 ἐμμενείς

흥분된 (이)들아

ἐμμένη

흥분된 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ᾧ δ αὖτε γάμου μετὰ μοῖρα γένηται, κεδνὴν δ ἔσχεν ἄκοιτιν ἀρηρυῖαν πραπίδεσσι, τῷ δέ τ ἀπ αἰῶνος κακὸν ἐσθλῷ ἀντιφερίζει ἐμμενές: (Hesiod, Theogony, Book Th. 57:6)

    (헤시오도스, 신들의 계보, Book Th. 57:6)

  • πρὶν δ ἀλλήλοις ἐπέχοντες ἐμμενέως ἐμάχοντο διὰ κρατερὰς ὑσμίνας. (Hesiod, Theogony, Book Th. 67:14)

    (헤시오도스, 신들의 계보, Book Th. 67:14)

  • ἐν τῇ κεφαλῇ γὰρ ἐμμένει πολὺν χρόνον: (Aristophanes, Ecclesiazusae, Episode3)

    (아리스토파네스, Ecclesiazusae, Episode3)

  • πλάγιος δ ὁ ἀκρατής, οἱο῀ν ἐξαναφέρειν γλιχόμενος καὶ διωθεῖσθαι τὸ πάθος, ὑποσύρεται καὶ περιπίπτει περὶ τὸ αἰσχρόν ὡς Ἀνάξαρχον ἐσίλλαινε Τίμων ἐν δὲ τὸ θαρσαλέον τε καὶ ἐμμενὲς ὅππη ὀρούσαι φαίνετ Ἀναξάρχου κύνεον μένος: (Plutarch, De virtute morali, section 6 10:3)

    (플루타르코스, De virtute morali, section 6 10:3)

  • ἀλλ ἐμμένων τῷ ἤθει καὶ πᾶν παθεῖν δεινὸν ἐπὶ τῷ μηθὲν αἰσχρὸν ἐργάσασθαι παρεσκευασμένος ἀπῆλθεν ἐκ τῆς ἀγορᾶς, διαλεγόμενος τοῖς περὶ αὐτὸν ὡς τὸ κακόν τι πρᾶξαι φαῦλον εἰή, τὸ δὲ καλὸν μέν, ἀκινδύνως δέ, κοινόν, ἴδιον δὲ ἀνδρὸς ἀγαθοῦ τὸ μετὰ κινδύνων τὰ καλὰ πράσσειν. (Plutarch, Caius Marius, chapter 29 6:1)

    (플루타르코스, Caius Marius, chapter 29 6:1)

유의어

  1. 흥분된

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION