συνεχής?
3군 변화 형용사;
자동번역
로마알파벳 전사: synechēs
고전 발음: [쉬네케:스]
신약 발음: [쉬내케스]
기본형:
συνεχής
συνεχές
형태분석:
συνεχη
(어간)
+
ς
(어미)
뜻
- 끊임없은, 연속적인, 연속된, 끊임없는, 근접한
- 끊임없은, 연속된, 끊임없는
- 검질긴, 불변의, 일정한
- 흥분된, 선동된
- holding together
- continuous, contiguous, continuous with or contiguous to, in a line with
- continuous, unintermitting
- constant, persevering
- continually
- continuously
- unceasing
곡용 정보
3군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- τίς οὗτος ὁ κρύπτων με βουλήν, συνέχων δὲ ρήματα ἐν καρδίᾳ, ἐμὲ δὲ οἴεται κρύπτειν; (Septuagint, Liber Iob 38:2)
(70인역 성경, 욥기 38:2)
- ὁ συνέχων σῖτον ὑπολείποιτο αὐτὸν τοῖς ἔθνεσιν, εὐλογίαν δὲ εἰς κεφαλὴν τοῦ μεταδιδόντος. (Septuagint, Liber Proverbiorum 11:25)
(70인역 성경, 잠언 11:25)
- ἐκεῖνος ἦν ὁ τοὺς δορυφόρους συνέχων, ὁ τὴν φρουρὰν κρατύνων, ὁ τοὺς τυραννουμένους φοβῶν,^ ὁ τοὺς ἐπιβουλεύοντας ἐκκόπτων,^ ἐκεῖνος ὁ τοὺς ἐφήβους ἀνασπῶν, ὁ ἐνυβρίζων τοῖς γάμοις: (Lucian, Tyrannicida, (no name) 5:2)
(루키아노스, Tyrannicida, (no name) 5:2)
- Θεμιστοκλῆς μὲν οὖν οὐχ ἥκιστα λέγεται τὰς Ἑλληνικὰς πράξεις ἀπογνούς, ὡς οὐκ ἂν ὑπερβαλόμενος τὴν Κίμωνος εὐτυχίαν καὶ ἀρετήν, ἑκὼν τελευτῆσαι, Κίμων δὲ μεγάλων ἐπαιρόμενος ἀρχὰς ἀγώνων καὶ περὶ Κύπρον συνέχων τὸ ναυτικὸν ἔπεμψεν εἰς Ἄμμωνος ἄνδρας ἀπόρρητόν τινα μαντείαν ποιησομένους παρὰ τῷ θεῷ: (Plutarch, , chapter 18 6:1)
(플루타르코스, , chapter 18 6:1)
- ἕστηκε δὲ τοὺς δακτύλους συνέχων δι ἀλλήλων, καὶ παραπέφυκεν οὐ μεγάλη πλάτανος, ἀπὸ ταύτης πολλὰ τῶν φύλλων, εἴτε πνεύματος ἐκ τύχης καταβαλόντος, εἴτ αὐτὸς οὕτως ὁ θεὶς ἐκάλυψε, περικείμενα καὶ συμπεσόντα λαθεῖν ἐποίησε τὸ χρυσίον οὐκ ὀλίγον χρόνον. (Plutarch, Demosthenes, chapter 31 1:3)
(플루타르코스, Demosthenes, chapter 31 1:3)
- ἀπροσδόκητον, ὦ ἄνδρες δικασταί, τὸν ἀγῶνα τοῦτον ἀγωνίζομαι παρ ὑμῖν πάντα γοῦν μᾶλλον ἂν ἤλπισα ἢ τὸν Διάλογον τοιαῦτα ἐρεῖν περὶ ἐμοῦ, ὃν παραλαβὼν ἐγὼ σκυθρωπὸν ἔτι τοῖς πολλοῖς δοκοῦντα καὶ ὑπὸ τῶν συνεχῶν ἐρωτήσεων κατεσκληκότα, καὶ ταύτῃ αἰδέσιμον μὲν εἶναι δοκοῦντα, οὐ πάντῃ δὲ ἡδὺν οὐδὲ τοῖς πλήθεσι κεχαρισμένον, πρῶτον μὲν αὐτὸν ἐπὶ γῆς βαίνειν εἴθισα εἰς τὸν ἀνθρώπινον τοῦτον τρόπον, μετὰ δὲ τὸν αὐχμὸν τὸν πολὺν ἀποπλύνας καὶ μειδιᾶν καταναγκάσας ἡδίω τοῖς ὁρῶσι παρεσκεύασα, ἐπὶ πᾶσι δὲ τὴν κωμῳδίαν αὐτῷ παρέζευξα, καὶ κατὰ τοῦτο πολλὴν οἱ μηχανώμενος τὴν εὔνοιαν παρὰ τῶν ἀκουόντων, οἳ τέως τὰς ἀκάνθας τὰς ἐν αὐτῷ δεδιότες ὥσπερ τὸν ἐχῖνον εἰς τὰς χεῖρας λαβεῖν αὐτὸν ἐφυλάττοντο. (Lucian, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 34:2)
(루키아노스, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 34:2)
- πολὺς δὲ ὁ φθόνος, καί που καὶ διαβολή τις ἠρέμα ὑπεξανίσταται πρὸς ἄνδρα ἤδη τοὺς κατὰ σοῦ λόγους ἡδέως ἐνδεχόμενον ὁρᾷ γὰρ ἤδη σὲ μὲν ὑπὸ τῶν συνεχῶν πόνων ἐκτετρυχωμένον καὶ πρὸς τὴν θεραπείαν σκάζοντα καὶ ἀπηυδηκότα, τὴν: (Lucian, De mercede, (no name) 39:1)
(루키아노스, De mercede, (no name) 39:1)
유의어
-
holding together
-
끊임없은
-
continually
- χρόνιος (long-continued)
- ἔμπεδος (끊임없는, 연속적인, 부단한)
- ἀείβολος (continually thrown)
- ἄκριτος (연속적인, 끊임없는, 끊임없은)
- ἐνδελεχής (끊임없는, 연속적인, 지속되는)
- διατελής (끊임없은, 끊임없는, 연속된)
- συναπτός (끊임없은, 연속된, 끊임없는)
-
continuously
- χρόνιος (long-continued)
- ἔμπεδος (끊임없는, 연속적인, 부단한)
- ἀείβολος (continually thrown)
- ἄκριτος (연속적인, 끊임없는, 끊임없은)
- ἐνδελεχής (끊임없는, 연속적인, 지속되는)
- διατελής (끊임없은, 끊임없는, 연속된)
- συναπτός (끊임없은, 연속된, 끊임없는)
-
흥분된
- ἄκριτος (연속적인, 끊임없는, 끊임없은)
- ἀζηχής (과도한, 완고한, 고집센)
- ἐμμενής (흥분된, 선동된, 불안한)
- ἀκόρεστος (만족할 줄 모르는, 탐욕스런, 선동된)
- ἄλληκτος (끝없는, 영원한, 무한한)
- ἄπαυστος (흥분된, 선동된, 불안한)