고전 발음: [] 신약 발음: []
기본형: συνερείδω συνερείσω
형태분석: συν (접두사) + ἐρείδ (어간) + ω (인칭어미)
능동태 | ||||
---|---|---|---|---|
1인칭 | 2인칭 | 3인칭 | ||
직설법 | 단수 | συνερείδω (나는) 튼튼히 묶는다 |
συνερείδεις (너는) 튼튼히 묶는다 |
συνερείδει (그는) 튼튼히 묶는다 |
쌍수 | συνερείδετον (너희 둘은) 튼튼히 묶는다 |
συνερείδετον (그 둘은) 튼튼히 묶는다 |
||
복수 | συνερείδομεν (우리는) 튼튼히 묶는다 |
συνερείδετε (너희는) 튼튼히 묶는다 |
συνερείδουσιν* (그들은) 튼튼히 묶는다 |
|
접속법 | 단수 | συνερείδω (나는) 튼튼히 묶자 |
συνερείδῃς (너는) 튼튼히 묶자 |
συνερείδῃ (그는) 튼튼히 묶자 |
쌍수 | συνερείδητον (너희 둘은) 튼튼히 묶자 |
συνερείδητον (그 둘은) 튼튼히 묶자 |
||
복수 | συνερείδωμεν (우리는) 튼튼히 묶자 |
συνερείδητε (너희는) 튼튼히 묶자 |
συνερείδωσιν* (그들은) 튼튼히 묶자 |
|
기원법 | 단수 | συνερείδοιμι (나는) 튼튼히 묶기를 (바라다) |
συνερείδοις (너는) 튼튼히 묶기를 (바라다) |
συνερείδοι (그는) 튼튼히 묶기를 (바라다) |
쌍수 | συνερείδοιτον (너희 둘은) 튼튼히 묶기를 (바라다) |
συνερειδοίτην (그 둘은) 튼튼히 묶기를 (바라다) |
||
복수 | συνερείδοιμεν (우리는) 튼튼히 묶기를 (바라다) |
συνερείδοιτε (너희는) 튼튼히 묶기를 (바라다) |
συνερείδοιεν (그들은) 튼튼히 묶기를 (바라다) |
|
명령법 | 단수 | συνέρειδε (너는) 튼튼히 묶어라 |
συνερειδέτω (그는) 튼튼히 묶어라 |
|
쌍수 | συνερείδετον (너희 둘은) 튼튼히 묶어라 |
συνερειδέτων (그 둘은) 튼튼히 묶어라 |
||
복수 | συνερείδετε (너희는) 튼튼히 묶어라 |
συνερειδόντων, συνερειδέτωσαν (그들은) 튼튼히 묶어라 |
||
부정사 | συνερείδειν 튼튼히 묶는 것 |
|||
분사 | 남성 | 여성 | 중성 | |
συνερειδων συνερειδοντος | συνερειδουσα συνερειδουσης | συνερειδον συνερειδοντος | ||
중간태/수동태 | ||||
1인칭 | 2인칭 | 3인칭 | ||
직설법 | 단수 | συνερείδομαι (나는) 튼튼히 묶어진다 |
συνερείδει, συνερείδῃ (너는) 튼튼히 묶어진다 |
συνερείδεται (그는) 튼튼히 묶어진다 |
쌍수 | συνερείδεσθον (너희 둘은) 튼튼히 묶어진다 |
συνερείδεσθον (그 둘은) 튼튼히 묶어진다 |
||
복수 | συνερειδόμεθα (우리는) 튼튼히 묶어진다 |
συνερείδεσθε (너희는) 튼튼히 묶어진다 |
συνερείδονται (그들은) 튼튼히 묶어진다 |
|
접속법 | 단수 | συνερείδωμαι (나는) 튼튼히 묶어지자 |
συνερείδῃ (너는) 튼튼히 묶어지자 |
συνερείδηται (그는) 튼튼히 묶어지자 |
쌍수 | συνερείδησθον (너희 둘은) 튼튼히 묶어지자 |
συνερείδησθον (그 둘은) 튼튼히 묶어지자 |
||
복수 | συνερειδώμεθα (우리는) 튼튼히 묶어지자 |
συνερείδησθε (너희는) 튼튼히 묶어지자 |
συνερείδωνται (그들은) 튼튼히 묶어지자 |
|
기원법 | 단수 | συνερειδοίμην (나는) 튼튼히 묶어지기를 (바라다) |
συνερείδοιο (너는) 튼튼히 묶어지기를 (바라다) |
συνερείδοιτο (그는) 튼튼히 묶어지기를 (바라다) |
쌍수 | συνερείδοισθον (너희 둘은) 튼튼히 묶어지기를 (바라다) |
συνερειδοίσθην (그 둘은) 튼튼히 묶어지기를 (바라다) |
||
복수 | συνερειδοίμεθα (우리는) 튼튼히 묶어지기를 (바라다) |
συνερείδοισθε (너희는) 튼튼히 묶어지기를 (바라다) |
συνερείδοιντο (그들은) 튼튼히 묶어지기를 (바라다) |
|
명령법 | 단수 | συνερείδου (너는) 튼튼히 묶어져라 |
συνερειδέσθω (그는) 튼튼히 묶어져라 |
|
쌍수 | συνερείδεσθον (너희 둘은) 튼튼히 묶어져라 |
συνερειδέσθων (그 둘은) 튼튼히 묶어져라 |
||
복수 | συνερείδεσθε (너희는) 튼튼히 묶어져라 |
συνερειδέσθων, συνερειδέσθωσαν (그들은) 튼튼히 묶어져라 |
||
부정사 | συνερείδεσθαι 튼튼히 묶어지는 것 |
|||
분사 | 남성 | 여성 | 중성 | |
συνερειδομενος συνερειδομενου | συνερειδομενη συνερειδομενης | συνερειδομενον συνερειδομενου |
능동태 | ||||
---|---|---|---|---|
1인칭 | 2인칭 | 3인칭 | ||
직설법 | 단수 | συνερείσω (나는) 튼튼히 묶겠다 |
συνερείσεις (너는) 튼튼히 묶겠다 |
συνερείσει (그는) 튼튼히 묶겠다 |
쌍수 | συνερείσετον (너희 둘은) 튼튼히 묶겠다 |
συνερείσετον (그 둘은) 튼튼히 묶겠다 |
||
복수 | συνερείσομεν (우리는) 튼튼히 묶겠다 |
συνερείσετε (너희는) 튼튼히 묶겠다 |
συνερείσουσιν* (그들은) 튼튼히 묶겠다 |
|
기원법 | 단수 | συνερείσοιμι (나는) 튼튼히 묶겠기를 (바라다) |
συνερείσοις (너는) 튼튼히 묶겠기를 (바라다) |
συνερείσοι (그는) 튼튼히 묶겠기를 (바라다) |
쌍수 | συνερείσοιτον (너희 둘은) 튼튼히 묶겠기를 (바라다) |
συνερεισοίτην (그 둘은) 튼튼히 묶겠기를 (바라다) |
||
복수 | συνερείσοιμεν (우리는) 튼튼히 묶겠기를 (바라다) |
συνερείσοιτε (너희는) 튼튼히 묶겠기를 (바라다) |
συνερείσοιεν (그들은) 튼튼히 묶겠기를 (바라다) |
|
부정사 | συνερείσειν 튼튼히 묶을 것 |
|||
분사 | 남성 | 여성 | 중성 | |
συνερεισων συνερεισοντος | συνερεισουσα συνερεισουσης | συνερεισον συνερεισοντος | ||
중간태 | ||||
1인칭 | 2인칭 | 3인칭 | ||
직설법 | 단수 | συνερείσομαι (나는) 튼튼히 묶어지겠다 |
συνερείσει, συνερείσῃ (너는) 튼튼히 묶어지겠다 |
συνερείσεται (그는) 튼튼히 묶어지겠다 |
쌍수 | συνερείσεσθον (너희 둘은) 튼튼히 묶어지겠다 |
συνερείσεσθον (그 둘은) 튼튼히 묶어지겠다 |
||
복수 | συνερεισόμεθα (우리는) 튼튼히 묶어지겠다 |
συνερείσεσθε (너희는) 튼튼히 묶어지겠다 |
συνερείσονται (그들은) 튼튼히 묶어지겠다 |
|
기원법 | 단수 | συνερεισοίμην (나는) 튼튼히 묶어지겠기를 (바라다) |
συνερείσοιο (너는) 튼튼히 묶어지겠기를 (바라다) |
συνερείσοιτο (그는) 튼튼히 묶어지겠기를 (바라다) |
쌍수 | συνερείσοισθον (너희 둘은) 튼튼히 묶어지겠기를 (바라다) |
συνερεισοίσθην (그 둘은) 튼튼히 묶어지겠기를 (바라다) |
||
복수 | συνερεισοίμεθα (우리는) 튼튼히 묶어지겠기를 (바라다) |
συνερείσοισθε (너희는) 튼튼히 묶어지겠기를 (바라다) |
συνερείσοιντο (그들은) 튼튼히 묶어지겠기를 (바라다) |
|
부정사 | συνερείσεσθαι 튼튼히 묶어질 것 |
|||
분사 | 남성 | 여성 | 중성 | |
συνερεισομενος συνερεισομενου | συνερεισομενη συνερεισομενης | συνερεισομενον συνερεισομενου |
능동태 | ||||
---|---|---|---|---|
1인칭 | 2인칭 | 3인칭 | ||
직설법 | 단수 | συνήρειδον (나는) 튼튼히 묶고 있었다 |
συνήρειδες (너는) 튼튼히 묶고 있었다 |
συνήρειδεν* (그는) 튼튼히 묶고 있었다 |
쌍수 | συνηρείδετον (너희 둘은) 튼튼히 묶고 있었다 |
συνηρειδέτην (그 둘은) 튼튼히 묶고 있었다 |
||
복수 | συνηρείδομεν (우리는) 튼튼히 묶고 있었다 |
συνηρείδετε (너희는) 튼튼히 묶고 있었다 |
συνήρειδον (그들은) 튼튼히 묶고 있었다 |
|
중간태/수동태 | ||||
1인칭 | 2인칭 | 3인칭 | ||
직설법 | 단수 | συνηρειδόμην (나는) 튼튼히 묶어지고 있었다 |
συνηρείδου (너는) 튼튼히 묶어지고 있었다 |
συνηρείδετο (그는) 튼튼히 묶어지고 있었다 |
쌍수 | συνηρείδεσθον (너희 둘은) 튼튼히 묶어지고 있었다 |
συνηρειδέσθην (그 둘은) 튼튼히 묶어지고 있었다 |
||
복수 | συνηρειδόμεθα (우리는) 튼튼히 묶어지고 있었다 |
συνηρείδεσθε (너희는) 튼튼히 묶어지고 있었다 |
συνηρείδοντο (그들은) 튼튼히 묶어지고 있었다 |
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.
이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기고전 발음: [] 신약 발음: []
호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기