헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προσερείδω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προσερείδω προσερείσω

형태분석: προς (접두사) + ἐρείδ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to thrust against
  2. to press against

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσερείδω

προσερείδεις

προσερείδει

쌍수 προσερείδετον

προσερείδετον

복수 προσερείδομεν

προσερείδετε

προσερείδουσιν*

접속법단수 προσερείδω

προσερείδῃς

προσερείδῃ

쌍수 προσερείδητον

προσερείδητον

복수 προσερείδωμεν

προσερείδητε

προσερείδωσιν*

기원법단수 προσερείδοιμι

προσερείδοις

προσερείδοι

쌍수 προσερείδοιτον

προσερειδοίτην

복수 προσερείδοιμεν

προσερείδοιτε

προσερείδοιεν

명령법단수 προσέρειδε

προσερειδέτω

쌍수 προσερείδετον

προσερειδέτων

복수 προσερείδετε

προσερειδόντων, προσερειδέτωσαν

부정사 προσερείδειν

분사 남성여성중성
προσερειδων

προσερειδοντος

προσερειδουσα

προσερειδουσης

προσερειδον

προσερειδοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσερείδομαι

προσερείδει, προσερείδῃ

προσερείδεται

쌍수 προσερείδεσθον

προσερείδεσθον

복수 προσερειδόμεθα

προσερείδεσθε

προσερείδονται

접속법단수 προσερείδωμαι

προσερείδῃ

προσερείδηται

쌍수 προσερείδησθον

προσερείδησθον

복수 προσερειδώμεθα

προσερείδησθε

προσερείδωνται

기원법단수 προσερειδοίμην

προσερείδοιο

προσερείδοιτο

쌍수 προσερείδοισθον

προσερειδοίσθην

복수 προσερειδοίμεθα

προσερείδοισθε

προσερείδοιντο

명령법단수 προσερείδου

προσερειδέσθω

쌍수 προσερείδεσθον

προσερειδέσθων

복수 προσερείδεσθε

προσερειδέσθων, προσερειδέσθωσαν

부정사 προσερείδεσθαι

분사 남성여성중성
προσερειδομενος

προσερειδομενου

προσερειδομενη

προσερειδομενης

προσερειδομενον

προσερειδομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσερείσω

προσερείσεις

προσερείσει

쌍수 προσερείσετον

προσερείσετον

복수 προσερείσομεν

προσερείσετε

προσερείσουσιν*

기원법단수 προσερείσοιμι

προσερείσοις

προσερείσοι

쌍수 προσερείσοιτον

προσερεισοίτην

복수 προσερείσοιμεν

προσερείσοιτε

προσερείσοιεν

부정사 προσερείσειν

분사 남성여성중성
προσερεισων

προσερεισοντος

προσερεισουσα

προσερεισουσης

προσερεισον

προσερεισοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσερείσομαι

προσερείσει, προσερείσῃ

προσερείσεται

쌍수 προσερείσεσθον

προσερείσεσθον

복수 προσερεισόμεθα

προσερείσεσθε

προσερείσονται

기원법단수 προσερεισοίμην

προσερείσοιο

προσερείσοιτο

쌍수 προσερείσοισθον

προσερεισοίσθην

복수 προσερεισοίμεθα

προσερείσοισθε

προσερείσοιντο

부정사 προσερείσεσθαι

분사 남성여성중성
προσερεισομενος

προσερεισομενου

προσερεισομενη

προσερεισομενης

προσερεισομενον

προσερεισομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • κἄπειτα διὰ τῆσ εἰρεσίασ τῆσ ἀφ’ ἑκατέρου τῶν ἐκτὸσ ταρσῶν ἐγγίσαντεσ τῇ γῇ τὰσ ναῦσ, πειράζουσι προσερείδειν τῷ τείχει τὸ προειρημένον ὄργανον. (Polybius, Histories, book 8, chapter 4 7:1)

    (폴리비오스, Histories, book 8, chapter 4 7:1)

유의어

  1. to thrust against

  2. to press against

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION