헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συγκαταμύω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συγκαταμύω συγκαταμύσω

형태분석: συγ (접두사) + καταμύ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to be quite closed up

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγκαταμύω

συγκαταμύεις

συγκαταμύει

쌍수 συγκαταμύετον

συγκαταμύετον

복수 συγκαταμύομεν

συγκαταμύετε

συγκαταμύουσιν*

접속법단수 συγκαταμύω

συγκαταμύῃς

συγκαταμύῃ

쌍수 συγκαταμύητον

συγκαταμύητον

복수 συγκαταμύωμεν

συγκαταμύητε

συγκαταμύωσιν*

기원법단수 συγκαταμύοιμι

συγκαταμύοις

συγκαταμύοι

쌍수 συγκαταμύοιτον

συγκαταμυοίτην

복수 συγκαταμύοιμεν

συγκαταμύοιτε

συγκαταμύοιεν

명령법단수 συγκατάμυε

συγκαταμυέτω

쌍수 συγκαταμύετον

συγκαταμυέτων

복수 συγκαταμύετε

συγκαταμυόντων, συγκαταμυέτωσαν

부정사 συγκαταμύειν

분사 남성여성중성
συγκαταμυων

συγκαταμυοντος

συγκαταμυουσα

συγκαταμυουσης

συγκαταμυον

συγκαταμυοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγκαταμύομαι

συγκαταμύει, συγκαταμύῃ

συγκαταμύεται

쌍수 συγκαταμύεσθον

συγκαταμύεσθον

복수 συγκαταμυόμεθα

συγκαταμύεσθε

συγκαταμύονται

접속법단수 συγκαταμύωμαι

συγκαταμύῃ

συγκαταμύηται

쌍수 συγκαταμύησθον

συγκαταμύησθον

복수 συγκαταμυώμεθα

συγκαταμύησθε

συγκαταμύωνται

기원법단수 συγκαταμυοίμην

συγκαταμύοιο

συγκαταμύοιτο

쌍수 συγκαταμύοισθον

συγκαταμυοίσθην

복수 συγκαταμυοίμεθα

συγκαταμύοισθε

συγκαταμύοιντο

명령법단수 συγκαταμύου

συγκαταμυέσθω

쌍수 συγκαταμύεσθον

συγκαταμυέσθων

복수 συγκαταμύεσθε

συγκαταμυέσθων, συγκαταμυέσθωσαν

부정사 συγκαταμύεσθαι

분사 남성여성중성
συγκαταμυομενος

συγκαταμυομενου

συγκαταμυομενη

συγκαταμυομενης

συγκαταμυομενον

συγκαταμυομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγκαταμύσω

συγκαταμύσεις

συγκαταμύσει

쌍수 συγκαταμύσετον

συγκαταμύσετον

복수 συγκαταμύσομεν

συγκαταμύσετε

συγκαταμύσουσιν*

기원법단수 συγκαταμύσοιμι

συγκαταμύσοις

συγκαταμύσοι

쌍수 συγκαταμύσοιτον

συγκαταμυσοίτην

복수 συγκαταμύσοιμεν

συγκαταμύσοιτε

συγκαταμύσοιεν

부정사 συγκαταμύσειν

분사 남성여성중성
συγκαταμυσων

συγκαταμυσοντος

συγκαταμυσουσα

συγκαταμυσουσης

συγκαταμυσον

συγκαταμυσοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγκαταμύσομαι

συγκαταμύσει, συγκαταμύσῃ

συγκαταμύσεται

쌍수 συγκαταμύσεσθον

συγκαταμύσεσθον

복수 συγκαταμυσόμεθα

συγκαταμύσεσθε

συγκαταμύσονται

기원법단수 συγκαταμυσοίμην

συγκαταμύσοιο

συγκαταμύσοιτο

쌍수 συγκαταμύσοισθον

συγκαταμυσοίσθην

복수 συγκαταμυσοίμεθα

συγκαταμύσοισθε

συγκαταμύσοιντο

부정사 συγκαταμύσεσθαι

분사 남성여성중성
συγκαταμυσομενος

συγκαταμυσομενου

συγκαταμυσομενη

συγκαταμυσομενης

συγκαταμυσομενον

συγκαταμυσομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to be quite closed up

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION