헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συνεθίζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συνεθίζω συνεθιῶ

형태분석: συν (접두사) + ἐθίζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 적응하다, 습관들이다, 익숙해지다, 훈련하다, 길 들이다
  1. to accustom, to accustom, to become used or habituated, to have become so, be so, it had become the custom

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνεθίζω

(나는) 적응한다

συνεθίζεις

(너는) 적응한다

συνεθίζει

(그는) 적응한다

쌍수 συνεθίζετον

(너희 둘은) 적응한다

συνεθίζετον

(그 둘은) 적응한다

복수 συνεθίζομεν

(우리는) 적응한다

συνεθίζετε

(너희는) 적응한다

συνεθίζουσιν*

(그들은) 적응한다

접속법단수 συνεθίζω

(나는) 적응하자

συνεθίζῃς

(너는) 적응하자

συνεθίζῃ

(그는) 적응하자

쌍수 συνεθίζητον

(너희 둘은) 적응하자

συνεθίζητον

(그 둘은) 적응하자

복수 συνεθίζωμεν

(우리는) 적응하자

συνεθίζητε

(너희는) 적응하자

συνεθίζωσιν*

(그들은) 적응하자

기원법단수 συνεθίζοιμι

(나는) 적응하기를 (바라다)

συνεθίζοις

(너는) 적응하기를 (바라다)

συνεθίζοι

(그는) 적응하기를 (바라다)

쌍수 συνεθίζοιτον

(너희 둘은) 적응하기를 (바라다)

συνεθιζοίτην

(그 둘은) 적응하기를 (바라다)

복수 συνεθίζοιμεν

(우리는) 적응하기를 (바라다)

συνεθίζοιτε

(너희는) 적응하기를 (바라다)

συνεθίζοιεν

(그들은) 적응하기를 (바라다)

명령법단수 συνέθιζε

(너는) 적응해라

συνεθιζέτω

(그는) 적응해라

쌍수 συνεθίζετον

(너희 둘은) 적응해라

συνεθιζέτων

(그 둘은) 적응해라

복수 συνεθίζετε

(너희는) 적응해라

συνεθιζόντων, συνεθιζέτωσαν

(그들은) 적응해라

부정사 συνεθίζειν

적응하는 것

분사 남성여성중성
συνεθιζων

συνεθιζοντος

συνεθιζουσα

συνεθιζουσης

συνεθιζον

συνεθιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνεθίζομαι

(나는) 적응된다

συνεθίζει, συνεθίζῃ

(너는) 적응된다

συνεθίζεται

(그는) 적응된다

쌍수 συνεθίζεσθον

(너희 둘은) 적응된다

συνεθίζεσθον

(그 둘은) 적응된다

복수 συνεθιζόμεθα

(우리는) 적응된다

συνεθίζεσθε

(너희는) 적응된다

συνεθίζονται

(그들은) 적응된다

접속법단수 συνεθίζωμαι

(나는) 적응되자

συνεθίζῃ

(너는) 적응되자

συνεθίζηται

(그는) 적응되자

쌍수 συνεθίζησθον

(너희 둘은) 적응되자

συνεθίζησθον

(그 둘은) 적응되자

복수 συνεθιζώμεθα

(우리는) 적응되자

συνεθίζησθε

(너희는) 적응되자

συνεθίζωνται

(그들은) 적응되자

기원법단수 συνεθιζοίμην

(나는) 적응되기를 (바라다)

συνεθίζοιο

(너는) 적응되기를 (바라다)

συνεθίζοιτο

(그는) 적응되기를 (바라다)

쌍수 συνεθίζοισθον

(너희 둘은) 적응되기를 (바라다)

συνεθιζοίσθην

(그 둘은) 적응되기를 (바라다)

복수 συνεθιζοίμεθα

(우리는) 적응되기를 (바라다)

συνεθίζοισθε

(너희는) 적응되기를 (바라다)

συνεθίζοιντο

(그들은) 적응되기를 (바라다)

명령법단수 συνεθίζου

(너는) 적응되어라

συνεθιζέσθω

(그는) 적응되어라

쌍수 συνεθίζεσθον

(너희 둘은) 적응되어라

συνεθιζέσθων

(그 둘은) 적응되어라

복수 συνεθίζεσθε

(너희는) 적응되어라

συνεθιζέσθων, συνεθιζέσθωσαν

(그들은) 적응되어라

부정사 συνεθίζεσθαι

적응되는 것

분사 남성여성중성
συνεθιζομενος

συνεθιζομενου

συνεθιζομενη

συνεθιζομενης

συνεθιζομενον

συνεθιζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνεθίω

(나는) 적응하겠다

συνεθίεις

(너는) 적응하겠다

συνεθίει

(그는) 적응하겠다

쌍수 συνεθίειτον

(너희 둘은) 적응하겠다

συνεθίειτον

(그 둘은) 적응하겠다

복수 συνεθίουμεν

(우리는) 적응하겠다

συνεθίειτε

(너희는) 적응하겠다

συνεθίουσιν*

(그들은) 적응하겠다

기원법단수 συνεθίοιμι

(나는) 적응하겠기를 (바라다)

συνεθίοις

(너는) 적응하겠기를 (바라다)

συνεθίοι

(그는) 적응하겠기를 (바라다)

쌍수 συνεθίοιτον

(너희 둘은) 적응하겠기를 (바라다)

συνεθιοίτην

(그 둘은) 적응하겠기를 (바라다)

복수 συνεθίοιμεν

(우리는) 적응하겠기를 (바라다)

συνεθίοιτε

(너희는) 적응하겠기를 (바라다)

συνεθίοιεν

(그들은) 적응하겠기를 (바라다)

부정사 συνεθίειν

적응할 것

분사 남성여성중성
συνεθιων

συνεθιουντος

συνεθιουσα

συνεθιουσης

συνεθιουν

συνεθιουντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνεθίουμαι

(나는) 적응되겠다

συνεθίει, συνεθίῃ

(너는) 적응되겠다

συνεθίειται

(그는) 적응되겠다

쌍수 συνεθίεισθον

(너희 둘은) 적응되겠다

συνεθίεισθον

(그 둘은) 적응되겠다

복수 συνεθιοῦμεθα

(우리는) 적응되겠다

συνεθίεισθε

(너희는) 적응되겠다

συνεθίουνται

(그들은) 적응되겠다

기원법단수 συνεθιοίμην

(나는) 적응되겠기를 (바라다)

συνεθίοιο

(너는) 적응되겠기를 (바라다)

συνεθίοιτο

(그는) 적응되겠기를 (바라다)

쌍수 συνεθίοισθον

(너희 둘은) 적응되겠기를 (바라다)

συνεθιοίσθην

(그 둘은) 적응되겠기를 (바라다)

복수 συνεθιοίμεθα

(우리는) 적응되겠기를 (바라다)

συνεθίοισθε

(너희는) 적응되겠기를 (바라다)

συνεθίοιντο

(그들은) 적응되겠기를 (바라다)

부정사 συνεθίεισθαι

적응될 것

분사 남성여성중성
συνεθιουμενος

συνεθιουμενου

συνεθιουμενη

συνεθιουμενης

συνεθιουμενον

συνεθιουμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνήθιζον

(나는) 적응하고 있었다

συνήθιζες

(너는) 적응하고 있었다

συνήθιζεν*

(그는) 적응하고 있었다

쌍수 συνηθίζετον

(너희 둘은) 적응하고 있었다

συνηθιζέτην

(그 둘은) 적응하고 있었다

복수 συνηθίζομεν

(우리는) 적응하고 있었다

συνηθίζετε

(너희는) 적응하고 있었다

συνήθιζον

(그들은) 적응하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνηθιζόμην

(나는) 적응되고 있었다

συνηθίζου

(너는) 적응되고 있었다

συνηθίζετο

(그는) 적응되고 있었다

쌍수 συνηθίζεσθον

(너희 둘은) 적응되고 있었다

συνηθιζέσθην

(그 둘은) 적응되고 있었다

복수 συνηθιζόμεθα

(우리는) 적응되고 있었다

συνηθίζεσθε

(너희는) 적응되고 있었다

συνηθίζοντο

(그들은) 적응되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 적응하다

관련어

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION