συνεπιστρέφω?
비축약 동사;
로마알파벳 전사: synepistrephō
고전 발음: [쉬네삐스뜨레포:]
신약 발음: [쉬내삐스뜨래포]
기본형:
συνεπιστρέφω
συνεπιστρέψω
형태분석:
συν
(접두사)
+
ἐπι
(접두사)
+
στρέφ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- to turn at the same time
- to help to make attentive
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ἐπικλίνουσι καὶ συνεπιστρέφουσιν, ἵν ἔγχυσις ἀληθῶς, μὴ ἔκχυσις γένηται, αὑτοὺς δὲ τῷ λέγοντι παρέχειν καὶ, συναρμόττειν τῇ προσοχῇ τὴν ἀκρόασιν, ὡς μηδὲν ἐκφύγῃ τῶν χρησίμως λεγομένων, οὐ μανθάνουσιν, ἀλλ ὃ πάντων καταγελαστότατόν ἐστιν, ἂν μέν τινι προστύχωσι διηγουμένῳ δεῖπνον ἢ πομπὴν ἢ ὄνειρον ἢ λοιδορίαν γεγενημένην αὐτῷ πρὸς ἄλλον, ἀκροῶνται σιωπῇ καὶ προσλιπαροῦσιν ἂν δέ τις αὐτοὺς ἐπισπασάμενος διδάσκῃ τι τῶν χρησίμων ἢ παραινῇ τῶν δεόντων ἢ νουθετῇ πλημμελοῦντας ἢ καταπραϋ´νῃ χαλεπαίνοντας, οὐχ ὑπομένουσιν, ἀλλ ἂν μὲν δύνωνται, περιγενέσθαι φιλοτιμούμενοι διαμάχονται πρὸς τὸν λόγον: (Plutarch, De Recta Ratione Audiendi, chapter, section 3 6:1)
(플루타르코스, De Recta Ratione Audiendi, chapter, section 3 6:1)
- "ὡς γὰρ αἱ παρ Εὐριπίδῃ μαινάδες ἄνοπλοι καὶ ἀσίδηροι τοῖς θυρσαρίοις παίουσαι τοὺς ἐπιτιθεμένους τραυματίζουσιν, οὕτω τῶν ἀληθινῶν φιλοσόφων καὶ τὰ σκώμματα καὶ οἱ γέλωτες τοὺς μὴ παντελῶς ἀτρώτους κινοῦσιν ἁμωσγέπως καὶ συνεπιστρέφουσιν. (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 1, 10:7)
(플루타르코스, Quaestiones Convivales, book 1, 10:7)
유의어
-
to turn at the same time
-
to help to make attentive
파생어
- ἀναστρέφω (전복시키다, 뒤엎다, 흥분시키다)
- ἀποστρέφω (피하다, 돌리다, 비틀다)
- διαστρέφω (왜곡하다, 뒤틀다, 곡해하다)
- ἐκστρέφω (일어나다, 발생하다, 나다)
- ἐνστρέφω (방문하다, 찾다)
- ἐπαναστρέφω (to turn back upon, wheel round, return to the charge)
- ἐπιστρέφω (원을 그리며 돌다, 회전하다, 방향을 돌리다)
- καταστρέφω (전복시키다, 뒤엎다, 흥분시키다)
- μεταστρέφω (돌다, 회전하다, 그르치다)
- παραστρέφω (to turn aside, perverted, to wear it crooked)
- περιστρέφω (돌다, 둘러가다, 돌아다니다)
- στρέφω (영향을 미치다, 돌다, 비틀다)
- συναναστρέφω (to turn back together, to live along with)
- συστρέφω (모으다, 거두다, 수집하다)
- ὑποστρέφω (말다, 접다)