헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συνεφίστημι

-μι 무어간모음 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συνεφίστημι συνεπιστήσω συνεπέστησα

형태분석: συν (접두사) + ἐπ (접두사) + ί̔στᾱ (어간) + μι (인칭어미)

  1. 집중하다, 주의를 기울이다, 관찰하다
  2. 지휘 감독하다, 지시하다
  3. 함께 일어나다, 맞서다
  1. to set on the watch together, make attentive, to attend to, observe along with
  2. to stand over, superintend along with or together
  3. to rise up together, against

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνεφῖστημι

(나는) 집중한다

συνεφῖστης

(너는) 집중한다

συνεφῖστησιν*

(그는) 집중한다

쌍수 συνεφίστατον

(너희 둘은) 집중한다

συνεφίστατον

(그 둘은) 집중한다

복수 συνεφίσταμεν

(우리는) 집중한다

συνεφίστατε

(너희는) 집중한다

συνεφιστάᾱσιν*

(그들은) 집중한다

접속법단수 συνεφίστω

(나는) 집중하자

συνεφίστῃς

(너는) 집중하자

συνεφίστῃ

(그는) 집중하자

쌍수 συνεφίστητον

(너희 둘은) 집중하자

συνεφίστητον

(그 둘은) 집중하자

복수 συνεφίστωμεν

(우리는) 집중하자

συνεφίστητε

(너희는) 집중하자

συνεφίστωσιν*

(그들은) 집중하자

기원법단수 συνεφισταῖην

(나는) 집중하기를 (바라다)

συνεφισταῖης

(너는) 집중하기를 (바라다)

συνεφισταῖη

(그는) 집중하기를 (바라다)

쌍수 συνεφισταῖητον

(너희 둘은) 집중하기를 (바라다)

συνεφισταίητην

(그 둘은) 집중하기를 (바라다)

복수 συνεφισταῖημεν

(우리는) 집중하기를 (바라다)

συνεφισταῖητε

(너희는) 집중하기를 (바라다)

συνεφισταῖησαν

(그들은) 집중하기를 (바라다)

명령법단수 συνεφῖστᾱ

(너는) 집중해라

συνεφιστάτω

(그는) 집중해라

쌍수 συνεφίστατον

(너희 둘은) 집중해라

συνεφιστάτων

(그 둘은) 집중해라

복수 συνεφίστατε

(너희는) 집중해라

συνεφιστάντων

(그들은) 집중해라

부정사 συνεφιστάναι

집중하는 것

분사 남성여성중성
συνεφιστᾱς

συνεφισταντος

συνεφιστᾱσα

συνεφιστᾱσης

συνεφισταν

συνεφισταντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνεφίσταμαι

(나는) 집중된다

συνεφίστασαι

(너는) 집중된다

συνεφίσταται

(그는) 집중된다

쌍수 συνεφίστασθον

(너희 둘은) 집중된다

συνεφίστασθον

(그 둘은) 집중된다

복수 συνεφιστάμεθα

(우리는) 집중된다

συνεφίστασθε

(너희는) 집중된다

συνεφίστανται

(그들은) 집중된다

접속법단수 συνεφίστωμαι

(나는) 집중되자

συνεφίστῃ

(너는) 집중되자

συνεφίστηται

(그는) 집중되자

쌍수 συνεφίστησθον

(너희 둘은) 집중되자

συνεφίστησθον

(그 둘은) 집중되자

복수 συνεφιστώμεθα

(우리는) 집중되자

συνεφίστησθε

(너희는) 집중되자

συνεφίστωνται

(그들은) 집중되자

기원법단수 συνεφισταῖμην

(나는) 집중되기를 (바라다)

συνεφίσταιο

(너는) 집중되기를 (바라다)

συνεφίσταιτο

(그는) 집중되기를 (바라다)

쌍수 συνεφίσταισθον

(너희 둘은) 집중되기를 (바라다)

συνεφισταῖσθην

(그 둘은) 집중되기를 (바라다)

복수 συνεφισταῖμεθα

(우리는) 집중되기를 (바라다)

συνεφίσταισθε

(너희는) 집중되기를 (바라다)

συνεφίσταιντο

(그들은) 집중되기를 (바라다)

명령법단수 συνεφίστασο

(너는) 집중되어라

συνεφιστάσθω

(그는) 집중되어라

쌍수 συνεφίστασθον

(너희 둘은) 집중되어라

συνεφιστάσθων

(그 둘은) 집중되어라

복수 συνεφίστασθε

(너희는) 집중되어라

συνεφιστάσθων

(그들은) 집중되어라

부정사 συνεφίστασθαι

집중되는 것

분사 남성여성중성
συνεφισταμενος

συνεφισταμενου

συνεφισταμενη

συνεφισταμενης

συνεφισταμενον

συνεφισταμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνεφῖστην

(나는) 집중하고 있었다

συνεφῖστης

(너는) 집중하고 있었다

συνεφῖστην*

(그는) 집중하고 있었다

쌍수 συνεφῖστατον

(너희 둘은) 집중하고 있었다

συνεφῑ́στατην

(그 둘은) 집중하고 있었다

복수 συνεφῖσταμεν

(우리는) 집중하고 있었다

συνεφῖστατε

(너희는) 집중하고 있었다

συνεφῖστασαν

(그들은) 집중하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνεφῑ́σταμην

(나는) 집중되고 있었다

συνεφῑ́στω, συνεφῖστασο

(너는) 집중되고 있었다

συνεφῖστατο

(그는) 집중되고 있었다

쌍수 συνεφῖστασθον

(너희 둘은) 집중되고 있었다

συνεφῑ́στασθην

(그 둘은) 집중되고 있었다

복수 συνεφῑ́σταμεθα

(우리는) 집중되고 있었다

συνεφῖστασθε

(너희는) 집중되고 있었다

συνεφῖσταντο

(그들은) 집중되고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνεπέστησα

(나는) 집중했다

συνεπέστησας

(너는) 집중했다

συνεπέστησεν*

(그는) 집중했다

쌍수 συνεπεστήσατον

(너희 둘은) 집중했다

συνεπεστησάτην

(그 둘은) 집중했다

복수 συνεπεστήσαμεν

(우리는) 집중했다

συνεπεστήσατε

(너희는) 집중했다

συνεπέστησαν

(그들은) 집중했다

접속법단수 συνεπιστήσω

(나는) 집중했자

συνεπιστήσῃς

(너는) 집중했자

συνεπιστήσῃ

(그는) 집중했자

쌍수 συνεπιστήσητον

(너희 둘은) 집중했자

συνεπιστήσητον

(그 둘은) 집중했자

복수 συνεπιστήσωμεν

(우리는) 집중했자

συνεπιστήσητε

(너희는) 집중했자

συνεπιστήσωσιν*

(그들은) 집중했자

기원법단수 συνεπιστησίην

(나는) 집중했기를 (바라다)

συνεπιστησίης

(너는) 집중했기를 (바라다)

συνεπιστησίη

(그는) 집중했기를 (바라다)

쌍수 συνεπιστησίητον

(너희 둘은) 집중했기를 (바라다)

συνεπιστησιήτην

(그 둘은) 집중했기를 (바라다)

복수 συνεπιστησίημεν

(우리는) 집중했기를 (바라다)

συνεπιστησίητε

(너희는) 집중했기를 (바라다)

συνεπιστησίησαν

(그들은) 집중했기를 (바라다)

명령법단수 συνεπιστήσον

(너는) 집중했어라

συνεπιστησάτω

(그는) 집중했어라

쌍수 συνεπιστήσατον

(너희 둘은) 집중했어라

συνεπιστησάτων

(그 둘은) 집중했어라

복수 συνεπιστήσατε

(너희는) 집중했어라

συνεπιστησάντων

(그들은) 집중했어라

부정사 συνεπιστήσαι

집중했는 것

분사 남성여성중성
συνεπιστησᾱς

συνεπιστησαντος

συνεπιστησᾱσα

συνεπιστησᾱσης

συνεπιστησαν

συνεπιστησαντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνεπεστησάμην

(나는) 집중되었다

συνεπεστήσω

(너는) 집중되었다

συνεπεστήσατο

(그는) 집중되었다

쌍수 συνεπεστήσασθον

(너희 둘은) 집중되었다

συνεπεστησάσθην

(그 둘은) 집중되었다

복수 συνεπεστησάμεθα

(우리는) 집중되었다

συνεπεστήσασθε

(너희는) 집중되었다

συνεπεστήσαντο

(그들은) 집중되었다

접속법단수 συνεπιστήσωμαι

(나는) 집중되었자

συνεπιστήσῃ

(너는) 집중되었자

συνεπιστήσηται

(그는) 집중되었자

쌍수 συνεπιστήσησθον

(너희 둘은) 집중되었자

συνεπιστήσησθον

(그 둘은) 집중되었자

복수 συνεπιστησώμεθα

(우리는) 집중되었자

συνεπιστήσησθε

(너희는) 집중되었자

συνεπιστήσωνται

(그들은) 집중되었자

기원법단수 συνεπιστησίμην

(나는) 집중되었기를 (바라다)

συνεπιστήσιο

(너는) 집중되었기를 (바라다)

συνεπιστήσιτο

(그는) 집중되었기를 (바라다)

쌍수 συνεπιστήσισθον

(너희 둘은) 집중되었기를 (바라다)

συνεπιστησίσθην

(그 둘은) 집중되었기를 (바라다)

복수 συνεπιστησίμεθα

(우리는) 집중되었기를 (바라다)

συνεπιστήσισθε

(너희는) 집중되었기를 (바라다)

συνεπιστήσιντο

(그들은) 집중되었기를 (바라다)

명령법단수 συνεπιστήσαι

(너는) 집중되었어라

συνεπιστησάσθω

(그는) 집중되었어라

쌍수 συνεπιστήσασθον

(너희 둘은) 집중되었어라

συνεπιστησάσθων

(그 둘은) 집중되었어라

복수 συνεπιστήσασθε

(너희는) 집중되었어라

συνεπιστησάσθων

(그들은) 집중되었어라

부정사 συνεπιστήσεσθαι

집중되었는 것

분사 남성여성중성
συνεπιστησαμενος

συνεπιστησαμενου

συνεπιστησαμενη

συνεπιστησαμενης

συνεπιστησαμενον

συνεπιστησαμενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ συνεπιστήσασ αὑτὸν ἐπί τε τὰσ καθόλου καὶ τὰσ κατὰ μέροσ μάχασ καὶ πολιορκίασ καὶ πόλεων μεταβολὰσ καὶ περιστάσεισ καιρῶν, ἐπί τε τὴν περιοχὴν τῆσ ὅλησ ἐπιβολῆσ καὶ πράξεωσ, ἐν ᾗ συνεχῶσ Ἀννίβασ ἑκκαίδεκα πολεμήσασ ἔτη Ῥωμαίοισ κατὰ τὴν Ἰταλίαν οὐδέποτε διέλυσε τὰσ δυνάμεισ ἐκ τῶν ὑπαίθρων, ἀλλὰ συνέχων ὑφ’ αὑτόν, ὥσπερ ἀγαθὸσ κυβερνήτησ, ἀστασίαστα διετήρησε τοσαῦτα πλήθη καὶ πρὸσ αὑτὸν καὶ πρὸσ ἄλληλα, καίπερ οὐχ οἱο͂ν ὁμοεθνέσιν, ἀλλ’ οὐδ’ ὁμοφύλοισ χρησάμενοσ στρατοπέδοισ. (Polybius, Histories, book 11, chapter 19 2:1)

    (폴리비오스, Histories, book 11, chapter 19 2:1)

유의어

  1. 함께 일어나다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION