Ancient Greek-English Dictionary Language

σύνδεσμος

Second declension Noun; Masculine 자동번역 Transliteration:

Principal Part: σύνδεσμος συνδέσμου

Structure: συνδεσμ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. bond, band, fetter
  2. headband
  3. ligament, sinew, joint
  4. (grammar) conjunction
  5. bundle

Declension

Second declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • τὸ πρῶτον αὐτῷ κῶλον ἐκ τεττάρων σύγκειται λέξεωσ μορίων, ῥήματοσ καὶ συνδέσμου καὶ δυεῖν προσηγορικῶν· (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 2227)
  • τὸ γὰρ ἐν χορὸν καὶ ἀντίτυπον καὶ οὐκ εὐεπέσ, τοῦ μὲν συνδέσμου λήγοντοσ εἰσ ἡμίφωνον στοιχεῖον τὸ ν, τοῦ δὲ προσηγορικοῦ τὴν ἀρχὴν λαμβάνοντοσ ἀφ’ ἑνὸσ τῶν ἀφώνων τοῦ χ· (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 2230)
  • ἰαμβεῖον γάρ ἐστι καὶ τοῦτο τρίμετρον ὀρθόν ἀλλ’ εἴπερ ἆρ’ ὀρθῶσ ἐγὼ λογίζομαι, τοῦ ἄρα συνδέσμου μακρὰν λαμβάνοντοσ τὴν προτέραν συλλαβήν. (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 2544)
  • δεῖ δὲ ἑώσ μέμνηται ἀνταποδιδόναι ἀλήλλοισ, καὶ μήτε μακρὰν ἀπαρτᾶν μήτε σύνδεσμον πρὸ συνδέσμου ἀποδιδόναι τοῦ ἀναγκαίου· (Aristotle, Rhetoric, Book 3, chapter 5 1:3)
  • ἐν τούτοισ γὰρ πολλοὶ πρὸ τοῦ ἀποδοθησομένου συνδέσμου προεμβέβληνται σύνδεσμοι· (Aristotle, Rhetoric, Book 3, chapter 5 2:3)

Synonyms

  1. bond

  2. headband

  3. conjunction

  4. bundle

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION