Ancient Greek-English Dictionary Language

στενός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: στενός στενή στενόν

Structure: στεν (Stem) + ος (Ending)

Etym.: ste/nw

Sense

  1. narrow, strait
  2. the straits, a narrow strip
  3. narrow, close, confined, a corner
  4. scanty, little, petty

Examples

  • καὶ προσέθετο ὁ ἄγγελοσ τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπελθὼν ὑπέστη ἐν τόπῳ στενῷ, εἰσ ὃν οὐκ ἦν ἐκκλῖναι δεξιὰν ἢ ἀριστεράν. (Septuagint, Liber Numeri 22:26)
  • ἐν λιμῷ στενῷ. πτῶμα δὲ αὐτῷ ἡτοίμασται ἐξαίσιον. (Septuagint, Liber Iob 18:12)
  • ὁρᾶτε τὸν κίνδυνον, ὡσ ἐν στενῷ παντάπασι τὰ ἡμέτερα, ἐν ἑνὶ ἀνδρὶ κινδυνευόμενα; (Lucian, Juppiter trageodeus, (no name) 4:4)
  • ἀποδιδράσκεισ τὸν ἔλεγχον ἐν στενῷ ἐχόμενοσ. (Lucian, Juppiter trageodeus, (no name) 30:5)
  • ἔπειτα κοῖλον πρὸσ στενῷ προσκείμενον τὸν πρωκτὸν ἠχεῖν ὑπὸ βίασ τοῦ πνεύματοσ. (Aristophanes, Clouds, Prologue 5:27)
  • κᾆτ’ ἐπειδὰν ὦ μόνοσ, στένω κέχηνα σκορδινῶμαι πέρδομαι, ἀπορῶ γράφω παρατίλλομαι λογίζομαι, ἀποβλέπων ἐσ τὸν ἀγρὸν εἰρήνησ ἐρῶν, στυγῶν μὲν ἄστυ τὸν δ’ ἐμὸν δῆμον ποθῶν, ὃσ οὐδεπώποτ’ εἶπεν, ἄνθρακασ πρίω, οὐκ ὄξοσ οὐκ ἔλαιον, οὐδ’ ᾔδει "πρίω," ἀλλ’ αὐτὸσ ἔφερε πάντα χὠ πρίων ἀπῆν. (Aristophanes, Acharnians, Prologue 1:16)
  • στένω δὲ τὸν λόγοισι κηδεύοντ’ ἐμοὶ ἄθλιον Ὀρέστην, εἴ ποτ’ εἰσ Ἄργοσ μολὼν γάμουσ ἀδελφῆσ δυστυχεῖσ ἐσόψεται. (Euripides, episode 2:10)
  • αἰαῖ δῆτα τὸν γεραιὸν ὡσ στένω πατέρα τάν τε παιδοτρόφον, <ᾇ> μάταν τέκεα γεννᾶται. (Euripides, Heracles, choral, lyric1)

Synonyms

  1. narrow

  2. the straits

  3. scanty

Related

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION