Ancient Greek-English Dictionary Language

στενός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: στενός στενή στενόν

Structure: στεν (Stem) + ος (Ending)

Etym.: ste/nw

Sense

  1. narrow, strait
  2. the straits, a narrow strip
  3. narrow, close, confined, a corner
  4. scanty, little, petty

Examples

  • ΚΑΙ εἶπον υἱοὶ τῶν προφητῶν πρὸσ Ἑλισαιέ. ἰδοὺ δὴ ὁ τόποσ, ἐν ᾧ ἡμεῖσ οἰκοῦμεν ἐνώπιόν σου, στενὸσ ἀφ̓ ἡμῶν. (Septuagint, Liber II Regum 6:1)
  • ἐροῦσι γὰρ εἰσ τὰ ὦτά σου οἱ υἱοί σου, οὓσ ἀπολώλεκασ. στενόσ μοι ὁ τόποσ, ποίησόν μοι τόπον, ἵνα κατοικήσω. (Septuagint, Liber Isaiae 49:20)
  • ὅτι μεγάλη ἡ ἡμέρα ἐκείνη καὶ οὐκ ἔστιν τοιαύτη, καὶ χρόνοσ στενόσ ἐστι τῷ Ἰακώβ, καὶ ἀπὸ τούτου σωθήσεται. (Septuagint, Liber Ieremiae 37:7)
  • περὶ γὰρ αὐτὰ τὰ χείλη συστολῆσ γινομένησ ἀξιολόγου πνίγεται καὶ στενὸσ ἐκπίπτει ὁ ἦχοσ. (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 1428)
  • κἀγὼ τὸ μετὰ ταῦτα ὃ ἐπῄει μοι εἰπεῖν οὐκ εἶπον, φοβούμενοσ μὴ σμικροῦ ῥήματοσ ἕνεκα τὸν ἔκπλουν ὃν προσεδόκων, μή μοι στενὸσ γίγνοιτο ἀντ’ εὐρυχωρίασ. (Plato, Epistles, Letter 3 31:2)

Synonyms

  1. narrow

  2. the straits

  3. scanty

Related

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION