Ancient Greek-English Dictionary Language

στενός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: στενός στενή στενόν

Structure: στεν (Stem) + ος (Ending)

Etym.: ste/nw

Sense

  1. narrow, strait
  2. the straits, a narrow strip
  3. narrow, close, confined, a corner
  4. scanty, little, petty

Examples

  • πίθοσ γὰρ τετρημένοσ ἐστὶν ἀλλότριοσ οἶκοσ, καὶ φρέαρ στενὸν ἀλλότριον. (Septuagint, Liber Proverbiorum 23:27)
  • καὶ δώσει Κύριοσ ὑμῖν ἄρτον θλίψεωσ καὶ ὕδωρ στενόν, καὶ οὐκέτι μὴ ἐγγίσωσί σοι οἱ πλανῶντέσ σε. ὅτι οἱ ὀφθαλμοί σου ὄψονται τοὺσ πλανῶντάσ σε, (Septuagint, Liber Isaiae 30:20)
  • Τὸ μὲν στενὸν τοῦτο, ἔνθα ἡ παῖσ κατηνέχθη, Ἑλλήσποντοσ ἀπ̓ αὐτῆσ καλείσθω· (Lucian, Dialogi Marini, poseidon and nereides, chapter 11)
  • καὶ μέντοι ὠκύμοροσ οὖσα ‐ πάνυ γὰρ ἐσ στενὸν ὁ βίοσ αὐτῇ συμμεμέτρηται τῷ φωτὶ χαίρει μάλιστα κἀν τούτῳ πολιτεύεται· (Lucian, Muscae Encomium, (no name) 4:4)
  • καὶ τὰ πρῶτα μὲν εἰρηνικῶσ ἐνάρχονται τῶν πρὸσ ἀλλήλουσ λόγων, προιούσησ δὲ τῆσ συνουσίασ ἐπιτείνουσι τὸ φθέγμα μέχρι πρὸσ τὸ ὄρθιον, ὥστε ὑπερδιατεινομένων καὶ ἅμα λέγειν ἐθελόντων τό τε πρόσωπον ἐρυθριᾷ καὶ ὁ τράχηλοσ οἰδεῖ καὶ αἱ φλέβεσ ἐξανίστανται ὥσπερ τῶν αὐλητῶν ὁπόταν εἰσ στενὸν τὸν αὐλὸν ἐμπνεῖν βιάζωνται. (Lucian, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 11:9)

Synonyms

  1. narrow

  2. the straits

  3. scanty

Related

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION