헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

στείβω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: στείβω ἔστειψα

형태분석: στείβ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 짓밟다, 밟다, 밟아 뭉개다
  2. 밟다, 걷다
  1. I tread on, stamp on
  2. (with cognate accusative) I walk on a path
  3. (absolute) I tread

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 στείβω

(나는) 짓밟는다

στείβεις

(너는) 짓밟는다

στείβει

(그는) 짓밟는다

쌍수 στείβετον

(너희 둘은) 짓밟는다

στείβετον

(그 둘은) 짓밟는다

복수 στείβομεν

(우리는) 짓밟는다

στείβετε

(너희는) 짓밟는다

στείβουσιν*

(그들은) 짓밟는다

접속법단수 στείβω

(나는) 짓밟자

στείβῃς

(너는) 짓밟자

στείβῃ

(그는) 짓밟자

쌍수 στείβητον

(너희 둘은) 짓밟자

στείβητον

(그 둘은) 짓밟자

복수 στείβωμεν

(우리는) 짓밟자

στείβητε

(너희는) 짓밟자

στείβωσιν*

(그들은) 짓밟자

기원법단수 στείβοιμι

(나는) 짓밟기를 (바라다)

στείβοις

(너는) 짓밟기를 (바라다)

στείβοι

(그는) 짓밟기를 (바라다)

쌍수 στείβοιτον

(너희 둘은) 짓밟기를 (바라다)

στειβοίτην

(그 둘은) 짓밟기를 (바라다)

복수 στείβοιμεν

(우리는) 짓밟기를 (바라다)

στείβοιτε

(너희는) 짓밟기를 (바라다)

στείβοιεν

(그들은) 짓밟기를 (바라다)

명령법단수 στείβε

(너는) 짓밟아라

στειβέτω

(그는) 짓밟아라

쌍수 στείβετον

(너희 둘은) 짓밟아라

στειβέτων

(그 둘은) 짓밟아라

복수 στείβετε

(너희는) 짓밟아라

στειβόντων, στειβέτωσαν

(그들은) 짓밟아라

부정사 στείβειν

짓밟는 것

분사 남성여성중성
στειβων

στειβοντος

στειβουσα

στειβουσης

στειβον

στειβοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 στείβομαι

(나는) 짓밟어진다

στείβει, στείβῃ

(너는) 짓밟어진다

στείβεται

(그는) 짓밟어진다

쌍수 στείβεσθον

(너희 둘은) 짓밟어진다

στείβεσθον

(그 둘은) 짓밟어진다

복수 στειβόμεθα

(우리는) 짓밟어진다

στείβεσθε

(너희는) 짓밟어진다

στείβονται

(그들은) 짓밟어진다

접속법단수 στείβωμαι

(나는) 짓밟어지자

στείβῃ

(너는) 짓밟어지자

στείβηται

(그는) 짓밟어지자

쌍수 στείβησθον

(너희 둘은) 짓밟어지자

στείβησθον

(그 둘은) 짓밟어지자

복수 στειβώμεθα

(우리는) 짓밟어지자

στείβησθε

(너희는) 짓밟어지자

στείβωνται

(그들은) 짓밟어지자

기원법단수 στειβοίμην

(나는) 짓밟어지기를 (바라다)

στείβοιο

(너는) 짓밟어지기를 (바라다)

στείβοιτο

(그는) 짓밟어지기를 (바라다)

쌍수 στείβοισθον

(너희 둘은) 짓밟어지기를 (바라다)

στειβοίσθην

(그 둘은) 짓밟어지기를 (바라다)

복수 στειβοίμεθα

(우리는) 짓밟어지기를 (바라다)

στείβοισθε

(너희는) 짓밟어지기를 (바라다)

στείβοιντο

(그들은) 짓밟어지기를 (바라다)

명령법단수 στείβου

(너는) 짓밟어져라

στειβέσθω

(그는) 짓밟어져라

쌍수 στείβεσθον

(너희 둘은) 짓밟어져라

στειβέσθων

(그 둘은) 짓밟어져라

복수 στείβεσθε

(너희는) 짓밟어져라

στειβέσθων, στειβέσθωσαν

(그들은) 짓밟어져라

부정사 στείβεσθαι

짓밟어지는 것

분사 남성여성중성
στειβομενος

στειβομενου

στειβομενη

στειβομενης

στειβομενον

στειβομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 έ̓στειβον

(나는) 짓밟고 있었다

έ̓στειβες

(너는) 짓밟고 있었다

έ̓στειβεν*

(그는) 짓밟고 있었다

쌍수 ἐστείβετον

(너희 둘은) 짓밟고 있었다

ἐστειβέτην

(그 둘은) 짓밟고 있었다

복수 ἐστείβομεν

(우리는) 짓밟고 있었다

ἐστείβετε

(너희는) 짓밟고 있었다

έ̓στειβον

(그들은) 짓밟고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐστειβόμην

(나는) 짓밟어지고 있었다

ἐστείβου

(너는) 짓밟어지고 있었다

ἐστείβετο

(그는) 짓밟어지고 있었다

쌍수 ἐστείβεσθον

(너희 둘은) 짓밟어지고 있었다

ἐστειβέσθην

(그 둘은) 짓밟어지고 있었다

복수 ἐστειβόμεθα

(우리는) 짓밟어지고 있었다

ἐστείβεσθε

(너희는) 짓밟어지고 있었다

ἐστείβοντο

(그들은) 짓밟어지고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 έ̓στειψα

(나는) 짓밟았다

έ̓στειψας

(너는) 짓밟았다

έ̓στειψεν*

(그는) 짓밟았다

쌍수 ἐστείψατον

(너희 둘은) 짓밟았다

ἐστειψάτην

(그 둘은) 짓밟았다

복수 ἐστείψαμεν

(우리는) 짓밟았다

ἐστείψατε

(너희는) 짓밟았다

έ̓στειψαν

(그들은) 짓밟았다

접속법단수 στείψω

(나는) 짓밟았자

στείψῃς

(너는) 짓밟았자

στείψῃ

(그는) 짓밟았자

쌍수 στείψητον

(너희 둘은) 짓밟았자

στείψητον

(그 둘은) 짓밟았자

복수 στείψωμεν

(우리는) 짓밟았자

στείψητε

(너희는) 짓밟았자

στείψωσιν*

(그들은) 짓밟았자

기원법단수 στείψαιμι

(나는) 짓밟았기를 (바라다)

στείψαις

(너는) 짓밟았기를 (바라다)

στείψαι

(그는) 짓밟았기를 (바라다)

쌍수 στείψαιτον

(너희 둘은) 짓밟았기를 (바라다)

στειψαίτην

(그 둘은) 짓밟았기를 (바라다)

복수 στείψαιμεν

(우리는) 짓밟았기를 (바라다)

στείψαιτε

(너희는) 짓밟았기를 (바라다)

στείψαιεν

(그들은) 짓밟았기를 (바라다)

명령법단수 στείψον

(너는) 짓밟았어라

στειψάτω

(그는) 짓밟았어라

쌍수 στείψατον

(너희 둘은) 짓밟았어라

στειψάτων

(그 둘은) 짓밟았어라

복수 στείψατε

(너희는) 짓밟았어라

στειψάντων

(그들은) 짓밟았어라

부정사 στείψαι

짓밟았는 것

분사 남성여성중성
στειψᾱς

στειψαντος

στειψᾱσα

στειψᾱσης

στειψαν

στειψαντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐστειψάμην

(나는) 짓밟어졌다

ἐστείψω

(너는) 짓밟어졌다

ἐστείψατο

(그는) 짓밟어졌다

쌍수 ἐστείψασθον

(너희 둘은) 짓밟어졌다

ἐστειψάσθην

(그 둘은) 짓밟어졌다

복수 ἐστειψάμεθα

(우리는) 짓밟어졌다

ἐστείψασθε

(너희는) 짓밟어졌다

ἐστείψαντο

(그들은) 짓밟어졌다

접속법단수 στείψωμαι

(나는) 짓밟어졌자

στείψῃ

(너는) 짓밟어졌자

στείψηται

(그는) 짓밟어졌자

쌍수 στείψησθον

(너희 둘은) 짓밟어졌자

στείψησθον

(그 둘은) 짓밟어졌자

복수 στειψώμεθα

(우리는) 짓밟어졌자

στείψησθε

(너희는) 짓밟어졌자

στείψωνται

(그들은) 짓밟어졌자

기원법단수 στειψαίμην

(나는) 짓밟어졌기를 (바라다)

στείψαιο

(너는) 짓밟어졌기를 (바라다)

στείψαιτο

(그는) 짓밟어졌기를 (바라다)

쌍수 στείψαισθον

(너희 둘은) 짓밟어졌기를 (바라다)

στειψαίσθην

(그 둘은) 짓밟어졌기를 (바라다)

복수 στειψαίμεθα

(우리는) 짓밟어졌기를 (바라다)

στείψαισθε

(너희는) 짓밟어졌기를 (바라다)

στείψαιντο

(그들은) 짓밟어졌기를 (바라다)

명령법단수 στείψαι

(너는) 짓밟어졌어라

στειψάσθω

(그는) 짓밟어졌어라

쌍수 στείψασθον

(너희 둘은) 짓밟어졌어라

στειψάσθων

(그 둘은) 짓밟어졌어라

복수 στείψασθε

(너희는) 짓밟어졌어라

στειψάσθων

(그들은) 짓밟어졌어라

부정사 στείψεσθαι

짓밟어졌는 것

분사 남성여성중성
στειψαμενος

στειψαμενου

στειψαμενη

στειψαμενης

στειψαμενον

στειψαμενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • σὺ δ’ αὖ κέλευθον εἴ τισ ἔβλαψεν ποδὶ στείβων ἀνοσίῳ, δὸσ καθαρσίῳ φλογί, κροῦσον δὲ πεύκην, ἵνα διεξέλθω, πυρόσ. (Euripides, Helen, episode, dialogue 5:2)

    (에우리피데스, Helen, episode, dialogue 5:2)

  • τάνδε κατ’ εὔδενδρον στείβων δρίοσ εἴρυσα χειρὶ πτώσσουσαν βρομίησ οἰνάδοσ ἐν πετάλοισ, ὄφρα μοι εὐερκεῖ καναχὰν δόμῳ ἔνδοθι θείη, τερπνὰ δι’ ἀγλώσσου φθεγγομένα στόματοσ. (Unknown, Greek Anthology, Volume II, book 7, chapter 1931)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume II, book 7, chapter 1931)

유의어

  1. 짓밟다

  2. 밟다

파생어

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION