Ancient Greek-English Dictionary Language

σοβαρός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: σοβαρός σοβαρή σοβαρόν

Structure: σοβαρ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: sobe/w

Sense

  1. scaring birds away: -
  2. rushing, rapid
  3. swaggering, pompous, haughty

Examples

  • ἐπείγετέ νυν ἐν ὅσῳ σοβαρὰ θεόθεν κατέχει πολέμου μετάτροποσ αὔρα. (Aristophanes, Peace, Lyric-Scene, strophe 14)
  • ἄδηλον γὰρ, εἰ καὶ Κίμων ἀπὸ τῶν πράξεων καὶ στρατηγιῶν εἰσ ἀπόλεμον καὶ ἀπολίτευτον γῆρασ ἀφεὶσ αὑτόν ἔτι μᾶλλον ἂν ἐχρήσατο σοβαρᾷ καὶ πρὸσ ἡδονὴν ἀνειμένῃ διαίτῃ· (Plutarch, Comparison of Lucullus and Cimon, chapter 1 6:2)
  • τί δ’ εἰ γένει σοβαρὰ καὶ ἔνδοξοσ; (Plutarch, Amatorius, section 9 1:7)
  • ὡσ γὰρ τῶν ὑπ’ αὐλοῖσ ᾀδόντων αἱ πολλαὶ τοὺσ ἀκούοντασ ἁμαρτίαι διαφεύγουσιν, οὕτω περιττὴ καὶ σοβαρὰ λέξισ ἀντιλάμπει τῷ ἀκροατῇ πρὸσ τὸ δηλούμενον. (Plutarch, De Recta Ratione Audiendi, chapter, section 7 9:1)
  • ἦν μὲν οὖν οὐδὲ τὰ τῶν πολεμίων ὑγιαίνοντα παντάπασιν οὐδὲ χειροήθη τοῖσ ἡγεμόσιν, ἀλλ’ ἔμπληκτα καὶ σοβαρὰ διὰ τὴν αὐτὴν αἰτίαν. (Plutarch, Otho, chapter 5 4:2)

Synonyms

  1. rushing

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION