헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

σαρκικός

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: σαρκικός σαρκική σαρκικόν

형태분석: σαρκικ (어간) + ος (어미)

어원: sa/rc

  1. 감각적
  1. fleshly, sensual

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 σαρκικός

감각적 (이)가

σαρκική

감각적 (이)가

σαρκικόν

감각적 (것)가

속격 σαρκικοῦ

감각적 (이)의

σαρκικῆς

감각적 (이)의

σαρκικοῦ

감각적 (것)의

여격 σαρκικῷ

감각적 (이)에게

σαρκικῇ

감각적 (이)에게

σαρκικῷ

감각적 (것)에게

대격 σαρκικόν

감각적 (이)를

σαρκικήν

감각적 (이)를

σαρκικόν

감각적 (것)를

호격 σαρκικέ

감각적 (이)야

σαρκική

감각적 (이)야

σαρκικόν

감각적 (것)야

쌍수주/대/호 σαρκικώ

감각적 (이)들이

σαρκικᾱ́

감각적 (이)들이

σαρκικώ

감각적 (것)들이

속/여 σαρκικοῖν

감각적 (이)들의

σαρκικαῖν

감각적 (이)들의

σαρκικοῖν

감각적 (것)들의

복수주격 σαρκικοί

감각적 (이)들이

σαρκικαί

감각적 (이)들이

σαρκικά

감각적 (것)들이

속격 σαρκικῶν

감각적 (이)들의

σαρκικῶν

감각적 (이)들의

σαρκικῶν

감각적 (것)들의

여격 σαρκικοῖς

감각적 (이)들에게

σαρκικαῖς

감각적 (이)들에게

σαρκικοῖς

감각적 (것)들에게

대격 σαρκικούς

감각적 (이)들을

σαρκικᾱ́ς

감각적 (이)들을

σαρκικά

감각적 (것)들을

호격 σαρκικοί

감각적 (이)들아

σαρκικαί

감각적 (이)들아

σαρκικά

감각적 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐνταῦθα κρουνοὶ σαρκικῶν καθαρσίων, καὶ ψυχικῶν λύτρωσισ ἀγνοημάτων ὅσαι γάρ εἰσι τῶν παθῶν περιστάσεισ, βλύζει τοσαύτασ δωρεὰσ τῶν θαυμάτων. (Unknown, Greek Anthology, book 1, chapter 121 1:1)

    (작자 미상, Greek Anthology, book 1, chapter 121 1:1)

  • Ἀγαπητοί, παρακαλῶ ὡσ παροίκουσ καὶ παρεπιδήμουσ ἀπέχεσθαι τῶν σαρκικῶν ἐπιθυμιῶν, αἵτινεσ στρατεύονται κατὰ τῆσ ψυχῆσ· (PETROU A, chapter 2 14:1)

    (PETROU A, chapter 2 14:1)

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION