Ancient Greek-English Dictionary Language

ῥυσός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ῥυσός ῥυσή ῥυσόν

Structure: ῥυς (Stem) + ος (Ending)

Etym.: R(u/w, e)ru/w

Sense

  1. drawn up, shrivelled, wrinkled

Examples

  • "δεσπότου πενέστου ῥυσὰ βουλευτήρια. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 6, book 6, chapter 81 1:34)
  • πρόσωπα Ῥυσὰ, γαστὴρ ξηρὴ, διαχωρήσιεσ πυκιναί. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 266)
  • "τὸ γὰρ θέροσ αὐτοῖσ μαρτυρεῖ καὶ τὸ μετόπωρον, ὅτε μάλιστα χλωρὰν καὶ φλύουσαν, ὡσ Ἀντίμαχοσ ἔφη, τὴν ὀπώραν γεννωμένην ἄρτι προσφερόμενοι ἧττον ἀπατηλοῖσ καὶ ψευδέσιν ἐνυπνίοισ σύνεσμεν οἱ δὲ φυλλοχόοι μῆνεσ ἤδη τῷ χειμῶνι παρασκηνοῦντεσ ἐν πέψει τὰ σιτία καὶ τὰ περιόντα τῶν ἀκροδρύων ἰσχνὰ καὶ ῥυσὰ καὶ πᾶν ἀφεικότα τὸ πληκτικὸν ἐκεῖνο καὶ μανικὸν ἔχουσι. (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 8, 16:3)

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION