Ancient Greek-English Dictionary Language

ῥητορικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ῥητορικός

Structure: ῥητορικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: r(h/twr

Sense

  1. concerning public speaking or oration, rhetorical

Examples

  • ἐπὶ δὲ Διοτίμου τοῦ μετὰ Καλλίστρατον ἐν Ἀθηναίοισ πρώτην εἶπε δημηγορίαν, ἣν ἐπιγράφουσιν οἱ τοὺσ ῥητορικοὺσ πίνακασ συντάξαντεσ περὶ τῶν συμμοριῶν· (Dionysius of Halicarnassus, Ad Ammaeum, chapter 45)
  • λέγω γὰρ διαλεκτικούσ τε καὶ ῥητορικοὺσ συλλογισμοὺσ εἶναι περὶ ὧν τοὺσ τόπουσ λέγομεν· (Aristotle, Rhetoric, Book 1, chapter 2 21:1)
  • ἐπειδὴ γὰρ αὐτόσ τε φῂσ ῥήτωρ εἶναι καὶ ἄλλουσ ποιεῖν ῥητορικούσ, εὖ ἔχει τὰ τῆσ σῆσ τέχνησ παρὰ σοῦ πυνθάνεσθαι. (Plato, Euthydemus, Protagoras, Gorgias, Meno, 51:2)
  • οὐ μὴν παντελῶσ γε τοὺσ ῥητορικοὺσ λόγουσ ἀποδοκιμάζοντεσ ἐκβάλλομεν ἐκ τῆσ ἱστορικῆσ πραγματείασ τὸ παράπαν· (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 20, chapter 2 1:1)
  • ὁμοίωσ δὲ καὶ ἀρχικοὺσ δικαστικούσ τε καὶ ῥητορικοὺσ μόνουσ εἶναι, τῶν δὲ φαύλων οὐδένα. (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, ISTORIWN Z, Kef. a'. ZHNWN 122:4)

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION