헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

θυιάς

3군 변화 명사; 남성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: θυιάς θυιάδος

형태분석: θυιαδ (어간) + ς (어미)

어원: qu/w

  1. a mad or inspired woman, a Bacchante

곡용 정보

3군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • , ἐν δὲ Δελφοῖσ αὐτὸσ ἢκουεσ ὅτι τῶν εἰσ τὸν Παρνασὸν ἀναβάντων βοηθῆσαι ταῖσ Θυιάσιν, ἀπειλημμέναισ ὑπὸ πνεύματοσ χαλεποῦ καὶ χιόνοσ, οὕτωσ ἐγένοντο διὰ τὸν πάγον σκληραὶ καὶ ξυλώδεισ αἱ χλαμύδεσ, ὡσ καὶ θραύεσθαι διατεινομένασ καὶ ῥήγνυσθαι. (Plutarch, De primo frigido, chapter, section 18 1:4)

    (플루타르코스, De primo frigido, chapter, section 18 1:4)

  • τῶ καὶ ὅτ’ ἐγγύθι νήσου ἐρεσσομένην ἴδον Ἀργώ, αὐτίκα πασσυδίῃ πυλέων ἔκτοσθε Μυρίνησ δήια τεύχεα δῦσαι ἐσ αἰγιαλὸν προχέοντο, Θυιάσιν ὠμοβόροισ ἴκελαι· (Apollodorus, Argonautica, book 1 11:26)

    (아폴로도로스, 아르고나우티카, book 1 11:26)

  • καὶ οἱ τὴν προσῳδίαν δὲ διαστρέφοντεσ, "γουνάσιν" ὡσ θυιάσιν, ὁποτέρωσ ἂν δέξωνται, ἀπεραντολογοῦσιν, εἴθ’ ἱκετείασ ἑρμηνεύοντεσ εἴτε φρένασ. (Strabo, Geography, Book 13, chapter 1 69:9)

    (스트라본, 지리학, Book 13, chapter 1 69:9)

유의어

  1. a mad or inspired woman

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION