Ancient Greek-English Dictionary Language

πρῷρα

First declension Noun; Feminine 자동번역 Transliteration:

Principal Part: πρῷρα

Structure: πρῳρ (Stem) + ᾱ (Ending)

Etym.: not prw/ra, for it is contr. from prw/eira

Sense

  1. the forepart of a ship, a ship's head, prow, bow
  2. the prow, my, prow

Declension

First declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • πλεῖ κατὰ πορθμόν, πλεῖ κατὰ δαίμονα, μηδὲ προσίστω πρῷραν βιότου πρὸσ κῦμα πλέουσα τύχαισιν. (Euripides, The Trojan Women, choral, anapests5)
  • ὡσ γὰρ ἐκεῖνοι, πρὸσ τὴν πρύμναν ἀφορῶντεσ τῆσ νεώσ, τῇ κατὰ πρῷραν ὁρμῇ συνεργοῦσιν, ὡσ ἂν ἐκ τῆσ ἀνακοπῆσ περίρροια καταλαμβάνουσα συνεπωθῇ τὸ πορθμεῖον, οὕτωσ οἱ τὰ τοιαῦτα παραγγέλματα διδόντεσ ὥσπερ ἀπεστραμμένοι τὴν δόξαν διώκουσιν. (Plutarch, An Recte Dictum Sit Latenter Esse Vivendum, section 1 5:1)
  • ἀέρι δὲ ἱστία πρότονοι κατὰ πρῷραν ὑ‐ πὲρ στόλον ἐκπετάσουσι πόδα ναὸσ ὠκυπόμπου. (Euripides, Iphigenia in Tauris, choral, strophe 24)
  • κοντοῖσ δὲ πρῷραν εἶχον, οἳ δ’ ἐπωτίδων ἄγκυραν ἐξανῆπτον· (Euripides, Iphigenia in Tauris, episode 3:2)
  • ^ ὁ δὲ σὸσ οὗτοσ κυβερνήτησ, ὃν τῇ μεγάλῃ ταύτῃ νηῒ ἐφεστάναι ἀξιοῖσ, καὶ οἱ συνναῦται αὐτοῦ οὐδὲν εὐλόγωσ οὐδὲ κατὰ τὴν ἀξίαν διατάττουσιν, ἀλλ’ ὁ μὲν πρότονοσ, εἰ τύχοι, ἐσ τὴν πρύμναν ἀποτέταται, οἱ πόδεσ δ’ ἐσ τὴν πρῷραν ἀμφότεροι· (Lucian, Juppiter trageodeus, (no name) 47:2)

Synonyms

  1. the prow

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION