헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πρῷρα

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πρῷρα

형태분석: πρῳρ (어간) + ᾱ (어미)

어원: not prw/ra, for it is contr. from prw/eira

  1. 활, 오금, 뱃머리, 절, 줄
  2. 뱃머리
  1. the forepart of a ship, a ship's head, prow, bow
  2. the prow, my, prow

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 πρῷρα

활이

πρῴρᾱ

활들이

πρῷραι

활들이

속격 πρῴρᾱς

활의

πρῴραιν

활들의

πρῳρῶν

활들의

여격 πρῴρᾱͅ

활에게

πρῴραιν

활들에게

πρῴραις

활들에게

대격 πρῴρᾱν

활을

πρῴρᾱ

활들을

πρῴρᾱς

활들을

호격 πρῴρᾱ

활아

πρῴρᾱ

활들아

πρῷραι

활들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τὰ δ̓ ἄλλα ἡλίκοσ μὲν ὁ ἱστόσ, ὅσην δὲ ἀνέχει τὴν κεραίαν, οἱῴ καὶ προτόνῳ κέχρηται καὶ συνέχεται, ὡσ δὲ ἡ πρύμνα μὲν ἐπανέστηκεν ἠρέμα καμπύλη χρυσοῦν χηνίσκον ἐπικειμένη, καταντικρὺ δὲ ἀνάλογον ἡ πρῷρα ὑπερβέβηκεν ἐσ τὸ πρόσω ἀπομηκυνομένη, τὴν ἐπώνυμον τῆσ νεὼσ θεὸν ἔχουσα τὴν Ἶσιν ἑκατέρωθεν· (Lucian, 10:2)

    (루키아노스, 10:2)

  • στολμοί τε λαίφουσ καὶ παραρρύσεισ νεώσ, καὶ πρῷρα πρόσθεν ὄμμασιν βλέπουσ’ ὁδόν, οἰάκοσ εὐθυντῆροσ ὑστάτου νεὼσ ἄγαν καλῶσ κλύουσα, τοῖσιν οὐ φίλη. (Aeschylus, Suppliant Women, episode5)

    (아이스킬로스, 탄원하는 여인들, episode5)

  • ὑμεῖσ γάρ ἐστε νῦν τὸ δὴ λεγόμενον πρῷρα καὶ πρύμνα τῆσ Ἑλλάδοσ, ὄλβιοι μὲν καὶ ἀφνειοὶ καὶ τὰ τοιαῦτα τῶν ὀνομάτων ἐκ παλαιῶν χρόνων ὑπὸ τῶν ποιητῶν καὶ τῶν θεῶν ὀνομαζόμενοι, ὅτε καὶ τῶν ἄλλων τισὶν ὑπῆρχε καὶ πλουτεῖν καὶ δύνασθαι· (Dio, Chrysostom, Orationes, 67:1)

    (디오, 크리소토모스, 연설 (2), 67:1)

  • περιπεσόντεσ δὲ εἰσ τόπον διθάλασσον ἐπέκειλαν τὴν ναῦν, καὶ ἡ μὲν πρῷρα ἐρείσασα ἔμεινεν ἀσάλευτοσ, ἡ δὲ πρύμνα ἐλύετο ὑπὸ τῆσ βίασ. (, chapter 19 329:1)

    (, chapter 19 329:1)

  • καθότι δὲ τῇ Ἀγνάπτου στοᾷ προσεχήσ ἐστιν ἡ πρῷρα, κατὰ τοῦτο εὐρεῖα γίνεται, δελφὶσ δὲ ἐπὶ κανόνοσ κατὰ ἄκρον μάλιστα τὸ ἔμβολον πεποίηται χαλκοῦσ. (Pausanias, Description of Greece, , chapter 20 16:2)

    (파우사니아스, Description of Greece, , chapter 20 16:2)

  • καὶ τρεῖσ ἡμέρασ καθ’ ἑαυτὸν ἐν πρῴρᾳ διαιτηθείσ, εἴθ’ ὑπ’ ὀργῆσ, εἴτ’ αἰδούμενοσ ἐκείνην, Ταινάρῳ προσέσχεν. (Plutarch, Antony, chapter 67 4:2)

    (플루타르코스, Antony, chapter 67 4:2)

  • ναῦν ἱππαγωγὸν κλημάτων τε ξηρῶν καὶ ἄλλησ ὕλησ εὐφλέκτου ἐμπλήσαντεσ δύο ἱστοὺσ ἐπὶ τῇ πρώρᾳ καταπηγνύουσι καὶ ἐν κύκλῳ περιφράσσουσιν ἐσ ὅσον μακρότατον ὡσ φορυτόν τε ταύτῃ καὶ δᾷδασ ὅσασ πλείστασ δέξασθαι· (Arrian, Anabasis, book 2, chapter 19 1:1)

    (아리아노스, Anabasis, book 2, chapter 19 1:1)

유의어

  1. 뱃머리

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION