πρωΐ?
부사;
로마알파벳 전사: prōi
고전 발음: [쁘로:이]
신약 발음: [쁘로이]
기본형:
πρωΐ
뜻
- early in the day
- during morning
- καὶ ἐκάλεσεν ὁ Θεὸς τὸ φῶς ἡμέραν καὶ τὸ σκότος ἐκάλεσε νύκτα. καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωΐ, ἡμέρα μία. (Septuagint, Liber Genesis 1:5)
(70인역 성경, 창세기 1:5)
- καὶ ἐκάλεσεν ὁ Θεὸς τὸ στερέωμα οὐρανόν. καὶ εἶδεν ὁ Θεός, ὅτι καλόν, καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωΐ, ἡμέρα δευτέρα. (Septuagint, Liber Genesis 1:8)
(70인역 성경, 창세기 1:8)
- καὶ εἶδεν ὁ Θεός, ὅτι καλόν. καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωΐ, ἡμέρα τρίτη. (Septuagint, Liber Genesis 1:13)
(70인역 성경, 창세기 1:13)
- καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωΐ, ἡμέρα τετάρτη. (Septuagint, Liber Genesis 1:19)
(70인역 성경, 창세기 1:19)
- καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωΐ, ἡμέρα πέμπτη. (Septuagint, Liber Genesis 1:23)
(70인역 성경, 창세기 1:23)
유의어
-
early in the day
- πρῴ (early in the day)
- τηνικάδε (at this time of day, so early)
- ἦρι (일찍, 일찍이)
-
during morning