Ancient Greek-English Dictionary Language

προπίπτω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: προπίπτω προπεσοῦμαι προὔπεσον

Structure: προ (Prefix) + πίπτ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to fall or throw oneself forward, to fall prostrate
  2. to rush forward, rush headlong
  3. to move forwards, advance before, to project
  4. to fall prostate

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προπίπτω προπίπτεις προπίπτει
Dual προπίπτετον προπίπτετον
Plural προπίπτομεν προπίπτετε προπίπτουσιν*
SubjunctiveSingular προπίπτω προπίπτῃς προπίπτῃ
Dual προπίπτητον προπίπτητον
Plural προπίπτωμεν προπίπτητε προπίπτωσιν*
OptativeSingular προπίπτοιμι προπίπτοις προπίπτοι
Dual προπίπτοιτον προπιπτοίτην
Plural προπίπτοιμεν προπίπτοιτε προπίπτοιεν
ImperativeSingular προπίπτε προπιπτέτω
Dual προπίπτετον προπιπτέτων
Plural προπίπτετε προπιπτόντων, προπιπτέτωσαν
Infinitive προπίπτειν
Participle MasculineFeminineNeuter
προπιπτων προπιπτοντος προπιπτουσα προπιπτουσης προπιπτον προπιπτοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προπίπτομαι προπίπτει, προπίπτῃ προπίπτεται
Dual προπίπτεσθον προπίπτεσθον
Plural προπιπτόμεθα προπίπτεσθε προπίπτονται
SubjunctiveSingular προπίπτωμαι προπίπτῃ προπίπτηται
Dual προπίπτησθον προπίπτησθον
Plural προπιπτώμεθα προπίπτησθε προπίπτωνται
OptativeSingular προπιπτοίμην προπίπτοιο προπίπτοιτο
Dual προπίπτοισθον προπιπτοίσθην
Plural προπιπτοίμεθα προπίπτοισθε προπίπτοιντο
ImperativeSingular προπίπτου προπιπτέσθω
Dual προπίπτεσθον προπιπτέσθων
Plural προπίπτεσθε προπιπτέσθων, προπιπτέσθωσαν
Infinitive προπίπτεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προπιπτομενος προπιπτομενου προπιπτομενη προπιπτομενης προπιπτομενον προπιπτομενου

Future tense

Imperfect tense

Aorist tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ἔφαγον καὶ προσεκύνησαν πάντεσ οἱ πίονεσ τῆσ γῆσ, ἐνώπιον αὐτοῦ προπεσοῦνται πάντεσ οἱ καταβαίνοντεσ εἰσ γῆν. καὶ ἡ ψυχή μου αὐτῷ ζῇ, (Septuagint, Liber Psalmorum 21:30)
  • ἐνώπιον αὐτοῦ προπεσοῦνται Αἰθίοπεσ, καὶ οἱ ἐχθροὶ αὐτοῦ χοῦν λείξουσι. (Septuagint, Liber Psalmorum 71:9)

Synonyms

  1. to fall or throw oneself forward

  2. to rush forward

  3. to move forwards

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION