헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προπηλακίζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προπηλακίζω προπηλακιῶ

형태분석: προπηλακίζ (어간) + ω (인칭어미)

어원: from ph=lac phlo/s

  1. to bespatter with mud or to trample in the mire, to treat with contumely, to abuse foully
  2. to throw in one's teeth

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προπηλακίζω

προπηλακίζεις

προπηλακίζει

쌍수 προπηλακίζετον

προπηλακίζετον

복수 προπηλακίζομεν

προπηλακίζετε

προπηλακίζουσιν*

접속법단수 προπηλακίζω

προπηλακίζῃς

προπηλακίζῃ

쌍수 προπηλακίζητον

προπηλακίζητον

복수 προπηλακίζωμεν

προπηλακίζητε

προπηλακίζωσιν*

기원법단수 προπηλακίζοιμι

προπηλακίζοις

προπηλακίζοι

쌍수 προπηλακίζοιτον

προπηλακιζοίτην

복수 προπηλακίζοιμεν

προπηλακίζοιτε

προπηλακίζοιεν

명령법단수 προπηλάκιζε

προπηλακιζέτω

쌍수 προπηλακίζετον

προπηλακιζέτων

복수 προπηλακίζετε

προπηλακιζόντων, προπηλακιζέτωσαν

부정사 προπηλακίζειν

분사 남성여성중성
προπηλακιζων

προπηλακιζοντος

προπηλακιζουσα

προπηλακιζουσης

προπηλακιζον

προπηλακιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προπηλακίζομαι

προπηλακίζει, προπηλακίζῃ

προπηλακίζεται

쌍수 προπηλακίζεσθον

προπηλακίζεσθον

복수 προπηλακιζόμεθα

προπηλακίζεσθε

προπηλακίζονται

접속법단수 προπηλακίζωμαι

προπηλακίζῃ

προπηλακίζηται

쌍수 προπηλακίζησθον

προπηλακίζησθον

복수 προπηλακιζώμεθα

προπηλακίζησθε

προπηλακίζωνται

기원법단수 προπηλακιζοίμην

προπηλακίζοιο

προπηλακίζοιτο

쌍수 προπηλακίζοισθον

προπηλακιζοίσθην

복수 προπηλακιζοίμεθα

προπηλακίζοισθε

προπηλακίζοιντο

명령법단수 προπηλακίζου

προπηλακιζέσθω

쌍수 προπηλακίζεσθον

προπηλακιζέσθων

복수 προπηλακίζεσθε

προπηλακιζέσθων, προπηλακιζέσθωσαν

부정사 προπηλακίζεσθαι

분사 남성여성중성
προπηλακιζομενος

προπηλακιζομενου

προπηλακιζομενη

προπηλακιζομενης

προπηλακιζομενον

προπηλακιζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προπηλακίω

προπηλακίεις

προπηλακίει

쌍수 προπηλακίειτον

προπηλακίειτον

복수 προπηλακίουμεν

προπηλακίειτε

προπηλακίουσιν*

기원법단수 προπηλακίοιμι

προπηλακίοις

προπηλακίοι

쌍수 προπηλακίοιτον

προπηλακιοίτην

복수 προπηλακίοιμεν

προπηλακίοιτε

προπηλακίοιεν

부정사 προπηλακίειν

분사 남성여성중성
προπηλακιων

προπηλακιουντος

προπηλακιουσα

προπηλακιουσης

προπηλακιουν

προπηλακιουντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προπηλακίουμαι

προπηλακίει, προπηλακίῃ

προπηλακίειται

쌍수 προπηλακίεισθον

προπηλακίεισθον

복수 προπηλακιοῦμεθα

προπηλακίεισθε

προπηλακίουνται

기원법단수 προπηλακιοίμην

προπηλακίοιο

προπηλακίοιτο

쌍수 προπηλακίοισθον

προπηλακιοίσθην

복수 προπηλακιοίμεθα

προπηλακίοισθε

προπηλακίοιντο

부정사 προπηλακίεισθαι

분사 남성여성중성
προπηλακιουμενος

προπηλακιουμενου

προπηλακιουμενη

προπηλακιουμενης

προπηλακιουμενον

προπηλακιουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to throw in one's teeth

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION