- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πρεσβύτερος?

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: presbyteros 고전 발음: [뷔떼로] 신약 발음: [뷔때로]

기본형: πρεσβύτερος

형태분석: πρεσβυτερ (어간) + ος (어미)

  1. older of two people
  2. advanced in life, senior
  3. a term of rank or office, a member of the Jewish Sanhedrin
  4. in the New Testament, a group that presided over the assemblies or congregations

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 πρεσβύτερος

(이)가

πρεσβυτέρα

(이)가

πρεσβύτερον

(것)가

속격 πρεσβυτέρου

(이)의

πρεσβυτέρας

(이)의

πρεσβυτέρου

(것)의

여격 πρεσβυτέρῳ

(이)에게

πρεσβυτέρᾳ

(이)에게

πρεσβυτέρῳ

(것)에게

대격 πρεσβύτερον

(이)를

πρεσβυτέραν

(이)를

πρεσβύτερον

(것)를

호격 πρεσβύτερε

(이)야

πρεσβυτέρα

(이)야

πρεσβύτερον

(것)야

쌍수주/대/호 πρεσβυτέρω

(이)들이

πρεσβυτέρα

(이)들이

πρεσβυτέρω

(것)들이

속/여 πρεσβυτέροιν

(이)들의

πρεσβυτέραιν

(이)들의

πρεσβυτέροιν

(것)들의

복수주격 πρεσβύτεροι

(이)들이

πρεσβύτεραι

(이)들이

πρεσβύτερα

(것)들이

속격 πρεσβυτέρων

(이)들의

πρεσβυτερῶν

(이)들의

πρεσβυτέρων

(것)들의

여격 πρεσβυτέροις

(이)들에게

πρεσβυτέραις

(이)들에게

πρεσβυτέροις

(것)들에게

대격 πρεσβυτέρους

(이)들을

πρεσβυτέρας

(이)들을

πρεσβύτερα

(것)들을

호격 πρεσβύτεροι

(이)들아

πρεσβύτεραι

(이)들아

πρεσβύτερα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐγέλασε δὲ Σάρρα ἐν ἑαυτῇ, λέγουσα. οὔπω μέν μοι γέγονεν ἕως τοῦ νῦν, ὁ δὲ κύριός μου πρεσβύτερος. (Septuagint, Liber Genesis 18:12)

    (70인역 성경, 창세기 18:12)

  • εἶπε δὲ ἡ πρεσβυτέρα πρὸς τὴν νεωτέραν. ὁ πατὴρ ἡμῶν πρεσβύτερος, καὶ οὐδείς ἐστιν ἐπὶ τῆς γῆς, ὃς εἰσελεύσεται πρὸς ἡμᾶς, ὡς καθήκει πάσῃ τῇ γῇ. (Septuagint, Liber Genesis 19:31)

    (70인역 성경, 창세기 19:31)

  • ΚΑΙ Ἁβραὰμ ἦν πρεσβύτερος προβεβηκὼς ἡμερῶν, καὶ ὁ Κύριος ηὐλόγησε τὸν Ἁβραὰμ κατὰ πάντα. (Septuagint, Liber Genesis 24:1)

    (70인역 성경, 창세기 24:1)

  • καὶ ἐκλείπων Ἰσαὰκ ἀπέθανε καὶ προσετέθη πρὸς τὸ γένος αὐτοῦ πρεσβύτερος καὶ πλήρης ἡμερῶν, καὶ ἔθαψαν αὐτὸν Ἡσαῦ καὶ Ἰακὼβ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ. (Septuagint, Liber Genesis 35:29)

    (70인역 성경, 창세기 35:29)

  • καὶ εἴπαμεν τῷ κυρίῳ. ἔστιν ἡμῖν πατὴρ πρεσβύτερος καὶ παιδίον γήρους νεώτερον αὐτῷ, καὶ ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ ἀπέθανεν, αὐτὸς δὲ μόνος ὑπελείφθη τῇ μητρὶ αὐτοῦ, ὁ δὲ πατὴρ αὐτὸν ἠγάπησεν. (Septuagint, Liber Genesis 44:20)

    (70인역 성경, 창세기 44:20)

관련어

명사

형용사

동사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION