- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πραγματικός?

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: pragmatikos 고전 발음: [마띠꼬] 신약 발음: [마띠꼬]

기본형: πραγματικός

형태분석: πραγματικ (어간) + ος (어미)

어원: πρᾶγμα

  1. fit for action or business; businesslike, statesmanlike, (substantive) agent, attorney

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 πραγματικός

(이)가

πραγματική

(이)가

πραγμάτικον

(것)가

속격 πραγματικοῦ

(이)의

πραγματικῆς

(이)의

πραγματίκου

(것)의

여격 πραγματικῷ

(이)에게

πραγματικῇ

(이)에게

πραγματίκῳ

(것)에게

대격 πραγματικόν

(이)를

πραγματικήν

(이)를

πραγμάτικον

(것)를

호격 πραγματικέ

(이)야

πραγματική

(이)야

πραγμάτικον

(것)야

쌍수주/대/호 πραγματικώ

(이)들이

πραγματικά

(이)들이

πραγματίκω

(것)들이

속/여 πραγματικοῖν

(이)들의

πραγματικαῖν

(이)들의

πραγματίκοιν

(것)들의

복수주격 πραγματικοί

(이)들이

πραγματικαί

(이)들이

πραγμάτικα

(것)들이

속격 πραγματικῶν

(이)들의

πραγματικῶν

(이)들의

πραγματίκων

(것)들의

여격 πραγματικοῖς

(이)들에게

πραγματικαῖς

(이)들에게

πραγματίκοις

(것)들에게

대격 πραγματικούς

(이)들을

πραγματικάς

(이)들을

πραγμάτικα

(것)들을

호격 πραγματικοί

(이)들아

πραγματικαί

(이)들아

πραγμάτικα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

관련어

명사

형용사

동사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION