πότμος
Second declension Noun; Masculine
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
πότμος
Etym.: PET, Root of pi/ptw
Sense
- that which befals one, one's lot, destiny, evil destiny, death
- evil, gifts, fortune
- πολλάκισ γὰρ πρὸ μὲν τῆσ τελευτῆσ τοῖσ νοσοῦσιν ὑγίειαν ἐπηγγέλλετο, ἀποθανόντων δὲ χρησμὸσ ἄλλοσ ἕτοιμοσ ἦν παλινῳδῶν Μηκέτι δίζησθαι νούσοιο λυγρῆσ ἐπαρωγήν πότμοσ γὰρ προφανὴσ οὐδ’ ἐκφυγέειν δυνατόν σοι. (Lucian, Alexander, (no name) 28:2)
- ‐ τίσ ποτ’ αἶσα, τίσ ἄρα πότμοσ ἐπιμένει τὸν ἄλκιμον τᾶσδε γᾶσ ἄνακτα; (Euripides, Suppliants, choral, strophe 24)
- τίνα πότμοσ εὐτυχὴσ Ἰλιάδων μένει; (Euripides, The Trojan Women, episode, lyric6)
- ἔχει πότμοσ νιν, ὥστ’ ἀπηλλάχθαι πόνων. (Euripides, The Trojan Women, episode, lyric30)
- δίκα καὶ θεῶν παλίρρουσ πότμοσ. (Euripides, Heracles, choral, strophe 14)