- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πορνοβοσκός?

2군 변화 명사; 남성 로마알파벳 전사: pornoboskos 고전 발음: [노보] 신약 발음: [노보]

기본형: πορνοβοσκός πορνοβοσκοῦ

형태분석: πορνοβοσκ (어간) + ος (어미)

  1. a brothel-keeper

곡용 정보

2군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τίς πορνοβοσκὸς ὕβρισται · (Lucian, Abdicatus, (no name) 21:8)

    (루키아노스, Abdicatus, (no name) 21:8)

  • ἐλέγοντο δὲ εἶναι μοιχοὶ καὶ πορνοβοσκοὶ καὶ τελῶναι καὶ κόλακες καὶ συκοφάνται καὶ τοιοῦτος ὅμιλος τῶν πάντα κυκώντων ἐν τῷ βίῳ. (Lucian, Necyomantia, (no name) 11:3)

    (루키아노스, Necyomantia, (no name) 11:3)

  • Αἰγύπτιον γὰρ ὑποστησάμενος τὸν τοκιστήν φησιν καταλαμβάνομεν τὸν πορνοβοσκὸν καὶ δύο ἑτέρους κατὰ χειρὸς ἀρτίως εἰληφότας καὶ στέφανον. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 15, book 15, chapter 33 2:5)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 15, book 15, chapter 33 2:5)

  • "ὁ μὲν γὰρ ὑδροποτῶν καὶ μεριμνῶν τὰς νύκτας, ὥς φασιν, ὁ δὲ πορνοβοσκῶν καὶ μεθυσκόμενος κατὰ τὴν ἡμέραν ἑκάστην προγάστωρ ἡμῖν ἐν ταῖς ἐκκλησίαις ἀνακαλεῖ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 2, book 2, chapter 22 2:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 2, book 2, chapter 22 2:1)

  • οὐκ ἔστιν οὐδὲν τεχνίον ἐξωλέστερον τοῦ πορνοβοσκοῦ κατὰ τὴν ὁδὸν πωλεῖν περιπατῶν βούλομαι ῥόδα, ῥαφανῖδας, θερμοκυάμους, στέμφυλα, ἁπλῶς ἅπαντα μᾶλλον ἢ ταύτας τρέφειν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 2, book 2, chapter 45 1:4)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 2, book 2, chapter 45 1:4)

  • ἐν δὲ τοῖς ἐπιγραφομένοις Συντρέχουσι κνισολοιχίαν εἴρηκεν ἐν τούτοις ὁ πορνοβοσκὸς γὰρ μ ὑπὸ κνισολοιχίας χορδὴν τιν αἱματῖτιν αὑτῷ σκευάσαι ἐκέλευσε ταυτηνί με. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 3, book 3, chapter 99 4:3)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 3, book 3, chapter 99 4:3)

  • ἢ Βάτραχος ὁ πορνοβοσκὸς λέγων ἢ πράττων πεποίηται, διδασκέσθω τὴν μιμουμένην ταῦτα δύναμιν καὶ τέχνην ἐπαινεῖν, ἃς δὲ 26 φθόρος Η διαθέσεις καὶ πράξεις μιμεῖται καὶ προβάλλεσθαι καὶ κακίζειν. (Plutarch, Quomodo adolescens poetas audire debeat, chapter, section 3 10:1)

    (플루타르코스, Quomodo adolescens poetas audire debeat, chapter, section 3 10:1)

  • ἐὰν δὲ πορνοβοσκὸς καὶ πόρναι, ἀπὸ τῆς ἐργασίας αὐτῆς ἐκλήθη πορνεῖον. (Aeschines, Speeches, , section 1244)

    (아이스키네스, 연설, , section 1244)

  • δίκην τις δέδωκε πονηρὸς καὶ πορνοβοσκός, ὥσπερ Κτησιφῶν: (Aeschines, Speeches, , section 2464)

    (아이스키네스, 연설, , section 2464)

유의어

  1. a brothel-keeper

관련어

명사

형용사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION