Ancient Greek-English Dictionary Language

πολύπλοκος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: πολύπλοκος πολύπλοκον

Structure: πολυπλοκ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: ple/kw

Sense

  1. much-tangled, thick-wreathed, with tangled, twisting arms
  2. much-twisting, complex, intricate

Examples

  • ὁπόσα τε γίνεται πράγματα ἀντὶ σωμάτων ἢ σώματα ἀντὶ πραγμάτων, καὶ ἐφ’ ὧν ἐνθυμημάτων τε καὶ νοημάτων αἱ μεταξὺ παρεμπτώσεισ πολλαὶ γινόμεναι διὰ μακροῦ τὴν ἀκολουθίαν κομίζονται, τά τε σκολιὰ καὶ πολύπλοκα καὶ δυσεξέλικτα καὶ τὰ ἄλλα τὰ συγγενῆ τούτοισ. (Dionysius of Halicarnassus, De Thucydidis idiomatibus (epistula ad Ammaeum), chapter 2 3:2)
  • τά τε σκολιὰ καὶ πολύπλοκα καὶ δυσεξέλικτα καὶ τὰ ἄλλα τὰ συγγενῆ τούτοισ. (Dionysius of Halicarnassus, , chapter 24 2:7)
  • καὶ γὰρ αἱ γλωττηματικαὶ καὶ ξέναι καὶ πεποιημέναι λέξεισ ἐν ταύταισ μάλιστα ἐπιπολάζουσι, καὶ τὰ πολύπλοκα καὶ ἀγκύλα καὶ βεβιασμένα σχήματα πλεῖστα περὶ ταύτασ ἐστίν. (Dionysius of Halicarnassus, , chapter 35 1:4)
  • ὀχληρὰ δὲ κἀκεῖνα τὰ μειρακιώδη καλλωπίσματα τῆσ λέξεωσ καὶ τὰ πολύπλοκα τῶν ἐνθυμημάτων σχήματα· (Dionysius of Halicarnassus, , chapter 461)
  • ταῖσι δὴ δαίμων κλυτᾶσ ἶσα θοοῖσ δονέων ποσὶ πολύπλοκα μετίει μέτρα μολπᾶσ. (Unknown, Greek Anthology, Volume V, book 15, chapter 27 4:1)

Synonyms

  1. much-twisting

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION