- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ποδάγρα?

1군 변화 명사; 여성 로마알파벳 전사: podagrā 고전 발음: [뽀다라:] 신약 발음: [뽀다]

기본형: ποδάγρα ποδάγρας

형태분석: ποδαγρ (어간) + α (어미)

  1. trap for the feet
  2. (of dogs, oxen, horses) foot disease
  3. Aristotle, History of Animals 8.Κεφάλαιο 24
  4. (of human beings) gout of the foot

곡용 정보

1군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καί σοι τὰ τῆς διαίτης πρὸς τὸν πάλαι βίον ἀντίστροφα, καὶ ἡ ἀγρυπνία δὲ καὶ ὁ ἱδρὼς καὶ ὁ κάματος ἠρέμα ἤδη ὑπορύττουσιν, ἢ φθόην ἢ περιπνευμονίαν ἢ κώλου ἄλγημα ἢ τὴν καλὴν ποδάγραν ἀναπλάττοντες. (Lucian, De mercede, (no name) 31:3)

    (루키아노스, De mercede, (no name) 31:3)

  • ποδάγραν δὲ ὑπανιοῦσαν. (Lucian, De mercede, (no name) 39:2)

    (루키아노스, De mercede, (no name) 39:2)

  • καὶ ἤτοι μειράκιον αὐτοῦ ὅτι ἐπείρασάς ποτε ἢ τῆς γυναικὸς ἅβραν παρθένον γέρων ἀνὴρ διαφθείρεις ἢ ἄλλο τι τοιοῦτον ἐπικληθείς, νύκτωρ ἐγκεκαλυμμένος ἐπὶ τράχηλον ὠσθεὶς ἐξελήλυθας, ἔρημος ἁπάντων καὶ ἄπορος, τὴν βελτίστην ποδάγραν αὐτῷ γήρᾳ παραλαβών, καὶ ἃ μὲν τέως ᾔδεις ἀπομαθὼν ἐν τοσούτῳ χρόνῳ, θυλάκου δὲ μείζω τὴν γαστέρα ἐργασάμενος, ἀπλήρωτόν τι καὶ ἀπαραίτητον κακόν. (Lucian, De mercede, (no name) 39:4)

    (루키아노스, De mercede, (no name) 39:4)

  • τοῦτο ἀκούσας ἐγὼ προσκυνήσας ἀπῄειν εὐχόμενος ἅπασι θεοῖς ἠπίαλὸν τινα ἢ πλευρῖτιν ἢ ποδάγραν ἐπιπέμψαι τῷ μαλακιζομένῳ ἐκείνῳ οὗ ἔφεδρος ἐγὼ καὶ ἀντίδειπνος καὶ διάδοχος ἐκεκλήμην καὶ τὸ ἄχρι τοῦ λουτροῦ αἰῶνα μήκιστον ἐτιθέμην, συνεχὲς ἐπισκοπῶν ὁποσάπουν τὸ στοιχεῖον εἰή καὶ πηνίκα ἤδη λοῦσθαι ^ δέοι. (Lucian, Gallus, (no name) 9:5)

    (루키아노스, Gallus, (no name) 9:5)

  • πυρετὸν μὲν γὰρ οὐδεὶς ὑγίειαν ὠνόμασεν οὐδὲ φθίσιν εὐεξίαν οὐδὲ ποδάγραν ποδώκειαν οὐδ ὠχρίασιν ἐρύθημα, θυμὸν δὲ πολλοὶ καλοῦσιν ἀνδρείαν καὶ ἔρωτα φιλίαν καὶ φθόνον ἅμιλλαν καὶ δειλίαν ἀσφάλειαν. (Plutarch, Animine an corporis affectiones sint peiores, section 33)

    (플루타르코스, Animine an corporis affectiones sint peiores, section 33)

유의어

  1. trap for the feet

  2. foot disease

  3. gout of the foot

관련어

명사

형용사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION