- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ποδάγρα?

1군 변화 명사; 여성 로마알파벳 전사: podagrā 고전 발음: [뽀다라:] 신약 발음: [뽀다]

기본형: ποδάγρα ποδάγρας

형태분석: ποδαγρ (어간) + α (어미)

  1. trap for the feet
  2. (of dogs, oxen, horses) foot disease
  3. Aristotle, History of Animals 8.Κεφάλαιο 24
  4. (of human beings) gout of the foot

곡용 정보

1군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐφ ὃν δήσαντες αὐτὸν ἐπὶ τὰ γόνατα καὶ ταῦτα ποδάγραις σιδηραῖς ἐφαρμόσαντες τὴν ὀσφὺν αὐτοῦ περὶ τροχιαῖον σφῆνα κατέκαμψαν, περὶ ὃν ὅλος περὶ τὸν τροχὸν σκορπίου τρόπον ἀνακλώμενος ἐξεμελίζετο. (Septuagint, Liber Maccabees IV 11:10)

    (70인역 성경, Liber Maccabees IV 11:10)

  • ὅμως δ᾿ ἐπείγου, θυμέ, γιγνώσκων ὅτι πτωχὸς ποδαγρῶν, περιπατεῖν μὲν ἂν θέλῃ καὶ μὴ δύνηται, τοῦτον ἐν νεκροῖς τίθει. (Lucian, 15)

    (루키아노스, 15)

  • εἴ με τὸ πυγίζειν ἀπολώλεκε, καὶ διὰ τοῦτο ἐκτρέφομαι ποδαγρῶν, Ζεῦ, κρεάγραν με πόει. (Unknown, Greek Anthology, Volume IV, book 12, chapter 2431)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume IV, book 12, chapter 2431)

  • τί δ ἐλάφους ποδάγραις καὶ ἁρπεδόναις· (Xenophon, Cyropaedia, , chapter 6 34:8)

    (크세노폰, Cyropaedia, , chapter 6 34:8)

  • Ὦ στυγνὸν οὔνομ᾿, ὦ θεοῖς στυγούμενον, Ποδάγρα, πολυστένακτε, Κωκυτοῦ τέκνον, ἣν Ταρτάρου κευθμῶσιν ἐν βαθυσκίοις Μέγαιῤ Ἐρινὺς γαστρὸς ἐξεγείνατο μαζοῖσί τ᾿ ἐξέθρεψε, καὶ πικρῷ βρέφει εἰς χεῖλος ἐστάλαξεν Ἀλληκτὼ γάλα, τίς τὴν δυσώνυμόν σε δαιμόνων ἄρα εἰς φῶς ἀνῆκεν· (Lucian, 1)

    (루키아노스, 1)

  • ἡμεῖς δὲ σοί, Ποδάγρα, πρώταις ἐάρος ἐν ὡρ´αις μύσται τελοῦμεν οἴκτους, ὅτε πᾶς χλοητόκοισι ποίαις τέθηλε λειμών, Ζεφύρου δὲ δένδρα πνοιαῖς ἁπαλοῖς κομᾷ πετήλοις, ἁ δύσγαμος κατ᾿ οἴκους μερόπων θροεῖ χελιδών, καὶ νυκτέροις καθ᾿ ὕλαν τὸν Ἴτυν στένει δακρύουσ1᾿ Ἀτθὶς γόοις ἀηδών. (Lucian, 9)

    (루키아노스, 9)

  • ἐπεὶ τούτῳ γε τῷ λόγῳ χρώμενοι λέγομεν ὅτι κουφότερόν ἐστιν ὀφθαλμία μανίας καὶ ποδάγρα φρενίτιδος, ὁ μὲν γὰρ αἰσθάνεται καὶ καλεῖ τὸν ἰατρὸν κεκραγώς, καὶ παρόντι τὴν ὄψιν ἀλεῖψαι, τὴν φλέβα τεμεῖν, παραδίδωσιν τῆς δὲ μαινομένης Ἀγαύης ἀκούεις ὑπὸ τοῦ πάθους τὰ φίλτατ ἠγνοηκυίας, ἄγομεν ἐξ: (Plutarch, Animine an corporis affectiones sint peiores, section 3 1:2)

    (플루타르코스, Animine an corporis affectiones sint peiores, section 3 1:2)

  • ἐπεὶ τούτῳ γε τῷ λόγῳ χρώμενοι λέγομεν, ὅτι κουφότερόν ἐστιν ὀφθαλμία μανίας καὶ ποδάγρα φρενίτιδος. (Plutarch, Animine an corporis affectiones sint peiores, section 3 3:2)

    (플루타르코스, Animine an corporis affectiones sint peiores, section 3 3:2)

  • ὡρ´α λέγειν αὐτοῖς ὅτι καὶ φθίσις γέγονεν ἀνθρώπῳ πρὸς εὐεξίαν καὶ ποδάγρα πρὸς ὠκύτητα καὶ οὐκ ἂν ἦν Ἀχιλλεὺς κομήτης, εἰ μὴ φαλακρὸς Θερσίτης. (Plutarch, De communibus notitiis adversus Stoicos, section 13 7:1)

    (플루타르코스, De communibus notitiis adversus Stoicos, section 13 7:1)

유의어

  1. trap for the feet

  2. foot disease

  3. gout of the foot

관련어

명사

형용사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION