헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πιστεύω

비축약 동사; 기독교 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πιστεύω

형태분석: πιστεύ (어간) + ω (인칭어미)

어원: pi/stis

  1. 믿음을 가지다, 믿다, 신뢰하다
  1. To have faith (in, upon, or with respect to, a person or thing), that is, credit; by implication to entrust (especially one’s spiritual well being to Christ): - believe (-r), commit (to trust), put in trust with.

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πιστεύω

(나는) 믿음을 가진다

πιστεύεις

(너는) 믿음을 가진다

πιστεύει

(그는) 믿음을 가진다

쌍수 πιστεύετον

(너희 둘은) 믿음을 가진다

πιστεύετον

(그 둘은) 믿음을 가진다

복수 πιστεύομεν

(우리는) 믿음을 가진다

πιστεύετε

(너희는) 믿음을 가진다

πιστεύουσιν*

(그들은) 믿음을 가진다

접속법단수 πιστεύω

(나는) 믿음을 가지자

πιστεύῃς

(너는) 믿음을 가지자

πιστεύῃ

(그는) 믿음을 가지자

쌍수 πιστεύητον

(너희 둘은) 믿음을 가지자

πιστεύητον

(그 둘은) 믿음을 가지자

복수 πιστεύωμεν

(우리는) 믿음을 가지자

πιστεύητε

(너희는) 믿음을 가지자

πιστεύωσιν*

(그들은) 믿음을 가지자

기원법단수 πιστεύοιμι

(나는) 믿음을 가지기를 (바라다)

πιστεύοις

(너는) 믿음을 가지기를 (바라다)

πιστεύοι

(그는) 믿음을 가지기를 (바라다)

쌍수 πιστεύοιτον

(너희 둘은) 믿음을 가지기를 (바라다)

πιστευοίτην

(그 둘은) 믿음을 가지기를 (바라다)

복수 πιστεύοιμεν

(우리는) 믿음을 가지기를 (바라다)

πιστεύοιτε

(너희는) 믿음을 가지기를 (바라다)

πιστεύοιεν

(그들은) 믿음을 가지기를 (바라다)

명령법단수 πίστευε

(너는) 믿음을 가져라

πιστευέτω

(그는) 믿음을 가져라

쌍수 πιστεύετον

(너희 둘은) 믿음을 가져라

πιστευέτων

(그 둘은) 믿음을 가져라

복수 πιστεύετε

(너희는) 믿음을 가져라

πιστευόντων, πιστευέτωσαν

(그들은) 믿음을 가져라

부정사 πιστεύειν

믿음을 가지는 것

분사 남성여성중성
πιστευων

πιστευοντος

πιστευουσα

πιστευουσης

πιστευον

πιστευοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πιστεύομαι

(나는) 믿음을 가져진다

πιστεύει, πιστεύῃ

(너는) 믿음을 가져진다

πιστεύεται

(그는) 믿음을 가져진다

쌍수 πιστεύεσθον

(너희 둘은) 믿음을 가져진다

πιστεύεσθον

(그 둘은) 믿음을 가져진다

복수 πιστευόμεθα

(우리는) 믿음을 가져진다

πιστεύεσθε

(너희는) 믿음을 가져진다

πιστεύονται

(그들은) 믿음을 가져진다

접속법단수 πιστεύωμαι

(나는) 믿음을 가져지자

πιστεύῃ

(너는) 믿음을 가져지자

πιστεύηται

(그는) 믿음을 가져지자

쌍수 πιστεύησθον

(너희 둘은) 믿음을 가져지자

πιστεύησθον

(그 둘은) 믿음을 가져지자

복수 πιστευώμεθα

(우리는) 믿음을 가져지자

πιστεύησθε

(너희는) 믿음을 가져지자

πιστεύωνται

(그들은) 믿음을 가져지자

기원법단수 πιστευοίμην

(나는) 믿음을 가져지기를 (바라다)

πιστεύοιο

(너는) 믿음을 가져지기를 (바라다)

πιστεύοιτο

(그는) 믿음을 가져지기를 (바라다)

쌍수 πιστεύοισθον

(너희 둘은) 믿음을 가져지기를 (바라다)

πιστευοίσθην

(그 둘은) 믿음을 가져지기를 (바라다)

복수 πιστευοίμεθα

(우리는) 믿음을 가져지기를 (바라다)

πιστεύοισθε

(너희는) 믿음을 가져지기를 (바라다)

πιστεύοιντο

(그들은) 믿음을 가져지기를 (바라다)

명령법단수 πιστεύου

(너는) 믿음을 가져져라

πιστευέσθω

(그는) 믿음을 가져져라

쌍수 πιστεύεσθον

(너희 둘은) 믿음을 가져져라

πιστευέσθων

(그 둘은) 믿음을 가져져라

복수 πιστεύεσθε

(너희는) 믿음을 가져져라

πιστευέσθων, πιστευέσθωσαν

(그들은) 믿음을 가져져라

부정사 πιστεύεσθαι

믿음을 가져지는 것

분사 남성여성중성
πιστευομενος

πιστευομενου

πιστευομενη

πιστευομενης

πιστευομενον

πιστευομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πιστεύσω

(나는) 믿음을 가지겠다

πιστεύσεις

(너는) 믿음을 가지겠다

πιστεύσει

(그는) 믿음을 가지겠다

쌍수 πιστεύσετον

(너희 둘은) 믿음을 가지겠다

πιστεύσετον

(그 둘은) 믿음을 가지겠다

복수 πιστεύσομεν

(우리는) 믿음을 가지겠다

πιστεύσετε

(너희는) 믿음을 가지겠다

πιστεύσουσιν*

(그들은) 믿음을 가지겠다

기원법단수 πιστεύσοιμι

(나는) 믿음을 가지겠기를 (바라다)

πιστεύσοις

(너는) 믿음을 가지겠기를 (바라다)

πιστεύσοι

(그는) 믿음을 가지겠기를 (바라다)

쌍수 πιστεύσοιτον

(너희 둘은) 믿음을 가지겠기를 (바라다)

πιστευσοίτην

(그 둘은) 믿음을 가지겠기를 (바라다)

복수 πιστεύσοιμεν

(우리는) 믿음을 가지겠기를 (바라다)

πιστεύσοιτε

(너희는) 믿음을 가지겠기를 (바라다)

πιστεύσοιεν

(그들은) 믿음을 가지겠기를 (바라다)

부정사 πιστεύσειν

믿음을 가질 것

분사 남성여성중성
πιστευσων

πιστευσοντος

πιστευσουσα

πιστευσουσης

πιστευσον

πιστευσοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πιστεύσομαι

(나는) 믿음을 가져지겠다

πιστεύσει, πιστεύσῃ

(너는) 믿음을 가져지겠다

πιστεύσεται

(그는) 믿음을 가져지겠다

쌍수 πιστεύσεσθον

(너희 둘은) 믿음을 가져지겠다

πιστεύσεσθον

(그 둘은) 믿음을 가져지겠다

복수 πιστευσόμεθα

(우리는) 믿음을 가져지겠다

πιστεύσεσθε

(너희는) 믿음을 가져지겠다

πιστεύσονται

(그들은) 믿음을 가져지겠다

기원법단수 πιστευσοίμην

(나는) 믿음을 가져지겠기를 (바라다)

πιστεύσοιο

(너는) 믿음을 가져지겠기를 (바라다)

πιστεύσοιτο

(그는) 믿음을 가져지겠기를 (바라다)

쌍수 πιστεύσοισθον

(너희 둘은) 믿음을 가져지겠기를 (바라다)

πιστευσοίσθην

(그 둘은) 믿음을 가져지겠기를 (바라다)

복수 πιστευσοίμεθα

(우리는) 믿음을 가져지겠기를 (바라다)

πιστεύσοισθε

(너희는) 믿음을 가져지겠기를 (바라다)

πιστεύσοιντο

(그들은) 믿음을 가져지겠기를 (바라다)

부정사 πιστεύσεσθαι

믿음을 가져질 것

분사 남성여성중성
πιστευσομενος

πιστευσομενου

πιστευσομενη

πιστευσομενης

πιστευσομενον

πιστευσομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπίστευον

(나는) 믿음을 가지고 있었다

ἐπίστευες

(너는) 믿음을 가지고 있었다

ἐπίστευεν*

(그는) 믿음을 가지고 있었다

쌍수 ἐπιστεύετον

(너희 둘은) 믿음을 가지고 있었다

ἐπιστευέτην

(그 둘은) 믿음을 가지고 있었다

복수 ἐπιστεύομεν

(우리는) 믿음을 가지고 있었다

ἐπιστεύετε

(너희는) 믿음을 가지고 있었다

ἐπίστευον

(그들은) 믿음을 가지고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπιστευόμην

(나는) 믿음을 가져지고 있었다

ἐπιστεύου

(너는) 믿음을 가져지고 있었다

ἐπιστεύετο

(그는) 믿음을 가져지고 있었다

쌍수 ἐπιστεύεσθον

(너희 둘은) 믿음을 가져지고 있었다

ἐπιστευέσθην

(그 둘은) 믿음을 가져지고 있었다

복수 ἐπιστευόμεθα

(우리는) 믿음을 가져지고 있었다

ἐπιστεύεσθε

(너희는) 믿음을 가져지고 있었다

ἐπιστεύοντο

(그들은) 믿음을 가져지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ πιστεύουσιν ἑνὶ ἀνθρώπῳ τὴν ἀρχὴν αὐτῶν κατ̓ ἐνιαυτὸν καὶ κυριεύειν πάσησ τῆσ γῆσ αὐτῶν, καὶ πάντεσ ἀκούουσι τοῦ ἑνόσ, καὶ οὐκ ἔστι φθόνοσ οὐδὲ ζῆλοσ ἐν αὐτοῖσ. (Septuagint, Liber Maccabees I 8:16)

    (70인역 성경, Liber Maccabees I 8:16)

  • θέλεισ δὲ μή ἀργὰ εἶναι τὰ τῆσ σοφίασ σου ἔργα, διὰ τοῦτο καὶ ἐλαχίστῳ ξύλῳ πιστεύουσιν ἄνθρωποι ψυχὰσ καὶ διελθόντεσ κλύδωνα σχεδίᾳ διεσώθησαν. (Septuagint, Liber Sapientiae 14:5)

    (70인역 성경, 지혜서 14:5)

  • καὶ ὅμωσ ὁ πολὺσ λεὼσ πιστεύουσιν αὐτοῖσ καὶ κηλοῦνται ὁρῶντεσ ἢ ἀκούοντεσ τὰ τοιαῦτα διὰ τὸ ξένα καὶ ἀλλόκοτα εἶναι. (Lucian, 149:1)

    (루키아노스, 149:1)

  • δι’ ὃ μηδεμίαν αὐτοῖσ χάριν ἔχειν, ἀλλ’, εἰ νομίζουσι δι’ ἑτέρου βέλτιον ἕξειν τὰ κατὰ τὸν πόλεμον, ἐξίστασθαι τῆσ ἡγεμονίασ, εἰ δὲ πιστεύουσιν αὐτῷ, μὴ παραστρατηγεῖν μηδὲ λογοποιεῖν, ἀλλ’ ὑπουργεῖν σιωπῇ τὰ δέοντα πρὸσ τὸν πόλεμον, ὡσ, ἐὰν ἄρχοντοσ ἄρχειν ζητῶσιν, ἔτι μᾶλλον ἢ νῦν καταγελάστουσ ἐν ταῖσ στρατείαισ ἐσομένουσ. (Plutarch, Aemilius Paulus, chapter 11 2:1)

    (플루타르코스, Aemilius Paulus, chapter 11 2:1)

  • ἀλλὰ μὴν καὶ τοὺσ περὶ τῶν οὐρανίων τε καὶ θείων πρώτουσ παρ’ Ἕλλησι φιλοσοφήσαντασ, οἱο͂ν Φερεκύδην τε τὸν Σύριον καὶ Πυθαγόραν καὶ Θάλητα, πάντεσ συμφώνωσ ὁμολογοῦσιν Αἰγυπτίων καὶ Χαλδαίων γενομένουσ μαθητὰσ ὀλίγα συγγράψαι, καὶ ταῦτα τοῖσ Ἕλλησιν εἶναι δοκεῖ πάντων ἀρχαιότατα καὶ μόλισ αὐτὰ πιστεύουσιν ὑπ’ ἐκείνων γεγράφθαι. (Flavius Josephus, Contra Apionem, 16:1)

    (플라비우스 요세푸스, Contra Apionem, 16:1)

관련어

파생어

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION